Ο Γιωρίκας φεύγει από τον Πόντο και πάει στην Ιταλία, όπου καταφέρνει να προσληφθεί στο Βατικανό και να γίνει από τούς πιο έμπιστους τού Πάπα. Μία Παρασκευή ο Ποντίφικας ασθενεί βαριά, οπότε αρχίζει η πιάτσα να βοά ότι είναι θέμα ωρών να πεθάνει.
Τα γραφεία στοιχημάτων δραστηριοποιούνται και δίνουν απόδοση 1,05 ότι θα φύγει από τη ζωή το Σάββατο, 1,50 ότι θα αντέξει και θα αποδημήσει εις Κύριον την Κυριακή και 100 απόδοση ότι θα αντέξει μέχρι τη Δευτέρα. Εν τέλει πεθαίνει τις πρώτες ώρες τού Σαββάτου, αλλά οι καρδινάλιοι αποφασίζουν -για λόγους διασφάλισης μίας σχετικής ηρεμίας τού ποίμνιου- να προβούν σε ανακοίνωση τού θανάτου του τη Δευτέρα. Το μαθαίνει ο Γιωρίκας και τηλεφωνεί ακαριαία στον Κωστίκα, στο χωριό. «Κωστίκα…», τού λέει, «πούλα την οικογενειακή μας περιουσία και παίξε όλα ταλεφτά ότι ο Πάπας θα πεθάνει τη Δευτέρα…».«Μα τι λες;», αντιδράει ο Κωστίκας.
«Είσαι σίγουρος;». «Ναι ρε, σού λέω…», τον προστάζει ο Γιωρίκας. «Πούλα ό,τι έχουμε και δεν έχουμε, και παίξε όλα τα φράγκα σ’ αυτό που σού είπα…». Όντως, ο θάνατος τού Πάπαανακοινώνεται τη Δευτέρα και ο Γιωρίκας σπεύδει τρισευτυχισμένος στο χωριό· όμως ο Κωστίκας δεν είναι πουθενά. Τον ψάχνει από ’δώ, τον ψάχνει από ’κεί, και εν τέλει μαθαίνει πως έχει πάει στηνκορυφή τού βουνού και κάθεται μπροστά στον γκρεμό.Πάει, λοιπόν, και πράγματι τον βρίσκει στην άκρη ενός φαραγγιού, με ύφος περίλυπο, με τα ρούχα σκισμένα και αξύριστο.
- Τι έγινε, ρε μαλάκα; Γιατί είσαι έτσι; Δεν έπαιξες το στοίχημα που σού είπα;
- Το έπαιξα, ρε Γιωρίκα…
- Και τότε γιατί είσαι τόσο χάλια;
-Ε.... Να…, το έπαιξα δυάδα με την Τσέλσι και την έχασα!!!
Τα γραφεία στοιχημάτων δραστηριοποιούνται και δίνουν απόδοση 1,05 ότι θα φύγει από τη ζωή το Σάββατο, 1,50 ότι θα αντέξει και θα αποδημήσει εις Κύριον την Κυριακή και 100 απόδοση ότι θα αντέξει μέχρι τη Δευτέρα. Εν τέλει πεθαίνει τις πρώτες ώρες τού Σαββάτου, αλλά οι καρδινάλιοι αποφασίζουν -για λόγους διασφάλισης μίας σχετικής ηρεμίας τού ποίμνιου- να προβούν σε ανακοίνωση τού θανάτου του τη Δευτέρα. Το μαθαίνει ο Γιωρίκας και τηλεφωνεί ακαριαία στον Κωστίκα, στο χωριό. «Κωστίκα…», τού λέει, «πούλα την οικογενειακή μας περιουσία και παίξε όλα ταλεφτά ότι ο Πάπας θα πεθάνει τη Δευτέρα…».«Μα τι λες;», αντιδράει ο Κωστίκας.
«Είσαι σίγουρος;». «Ναι ρε, σού λέω…», τον προστάζει ο Γιωρίκας. «Πούλα ό,τι έχουμε και δεν έχουμε, και παίξε όλα τα φράγκα σ’ αυτό που σού είπα…». Όντως, ο θάνατος τού Πάπαανακοινώνεται τη Δευτέρα και ο Γιωρίκας σπεύδει τρισευτυχισμένος στο χωριό· όμως ο Κωστίκας δεν είναι πουθενά. Τον ψάχνει από ’δώ, τον ψάχνει από ’κεί, και εν τέλει μαθαίνει πως έχει πάει στηνκορυφή τού βουνού και κάθεται μπροστά στον γκρεμό.Πάει, λοιπόν, και πράγματι τον βρίσκει στην άκρη ενός φαραγγιού, με ύφος περίλυπο, με τα ρούχα σκισμένα και αξύριστο.
- Τι έγινε, ρε μαλάκα; Γιατί είσαι έτσι; Δεν έπαιξες το στοίχημα που σού είπα;
- Το έπαιξα, ρε Γιωρίκα…
- Και τότε γιατί είσαι τόσο χάλια;
-Ε.... Να…, το έπαιξα δυάδα με την Τσέλσι και την έχασα!!!