Ο πατέρας Αλεχάντρο είναι πραγματικός καλός χριστιανός. Ζει στη Βολιβία και η μόνη του περιουσία είναι ένα μάλλινο ράσο που φοράει εδώ και 20 χρόνια. Βοηθάει φτωχούς, αρρώστους, μαθαίνει παιδάκια να διαβάζουν, οργανώνει αιμοδοσίες, αγώνες κατά των ναρκωτικών, τα πάντα.
Είναι από τους σωστούς τέλος πάντων.
Μια μέρα στο χωριό ξεσπάει τρελλή καταιγίδα με πολύ νερό. Το χωριό, σε κοιλάδα ανάμεσα σε βουνά, θα πλημμυρίσει στάνταρ.
Σκάει ένα τζιπ στην εκκλησία, “Πατέρα Αλεχάντρο, έλα μαζί μας θα πνιγείς”.
“Φύγετε άπιστοι, θα με σώσει ο Θεός μου”.
Μετά από κανα δύωρο, αφου΄τα νερά έχουν φτάσει σχεδόν στο ταβάνι, ο πατέρας Αλεχάντρο είναι στη στέγη. Σκάει μύτη βάρκα : Πατέρα Αλεχάντρο, έλα μαζί μας θα πνιγείς”.
“Φύγετε άπιστοι, θα με σώσει ο Θεός μου”.
Μέσα σε μία ώρα ο πατέρας Αλεχάντρο είναι πιασμένος από το αλεξικέραυνο του τρούλου.
Σκάει μύτη ελικόπτερο με ντουντούκα : “Πατέρα Αλεχάντρο, έλα μαζί μας θα πνιγείς”.
“Φύγετε άπιστοι, θα με σώσει ο Θεός μου”.
Τα νερά όμως ανεβαίνουν και ο πατέρας Αλεχάντρο μη διαθέτων βράγχια, πνίγεται.
Εμφανίζεται στις πύλες του παραδείσου μέσα στην τσαντίλα. Κλωτσάει, χτυπάει τις πόρτες
“ΘΕΛΩ ΝΑ ΔΩ ΤΟΝ ΥΠΕΥΘΥΝΟ. ΑΝΟΙΧΤΕ ΜΟΥ ΚΑΛΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ… ΑΝΟΙΧΤΕ ΘΑ ΤΑ ΣΠΑΣΩ ΟΛΑΑΑΑΑ”
Εμφανίζεται ο κλασσικός άγιος Πέτρος,
“Έλα ρε φιλαράκι τι φασσαρία είναι αυτή; χαλάρωσε λίγο..”
“Ασε με και συ Πετράκη μη σου δαγκώσω τα σκώτια. Στείλε με τώρα στον υπεύθυνο, θα γίνει μεγάλος σαματάς”.
Τον βλέπει ο Πέτρος που είναι συφιλιασμένος, τι να κάνει τον στέλνει στο γραφείο του Μεγάλου.
Μπαίνει μέσα ο πατέρας Αλεχάντρο και αρχίζει.
“Μεγάλε σου χω μεγάλο παράπονο και δε θα τα πάμε καλά. Έδωσα τα πάντα σε σένα και συ ούτε απο λίγο νερό δε με γλύτωσες!”
Χαμογελάει ο μεγάλος και ανοίγει το λαπτόπι.
“Για πες μας ποιος είσαι μικρέ”
“Πατέρας Αλεχάντρο, Βολιβία, Σαν Χοσέ”
“π..α…τ…ε…κλικ κλι κλικ κλικ ..χο..κλικ κλικ σε…. ααααα ναι.. και;”
“Τι και Θεούλη μου; Εγώ είχα μονη μου περιουσία μια ζωή ένα ράσο, βοηθούσα τους πάντες, κοιμόμουν στα στασίδια της εκκλησίας, έτρωγα βρύα και λειχήνες για να δίνω το φαϊ μου στους φτωχούς και με την πρώτη πλημμύρα με έπνιξες; ούτε ένα θαυματάκι;”
“Και να σου πω ρε μεγάλε, εσύ θεωρείς ότι το να βρει κάποιος ένα τζιπ, μια βάρκα και ένα ελικόπτερο τρεις το βράδυ στη Βολιβία ειναι εύκολο;”
Είναι από τους σωστούς τέλος πάντων.
Μια μέρα στο χωριό ξεσπάει τρελλή καταιγίδα με πολύ νερό. Το χωριό, σε κοιλάδα ανάμεσα σε βουνά, θα πλημμυρίσει στάνταρ.
Σκάει ένα τζιπ στην εκκλησία, “Πατέρα Αλεχάντρο, έλα μαζί μας θα πνιγείς”.
“Φύγετε άπιστοι, θα με σώσει ο Θεός μου”.
Μετά από κανα δύωρο, αφου΄τα νερά έχουν φτάσει σχεδόν στο ταβάνι, ο πατέρας Αλεχάντρο είναι στη στέγη. Σκάει μύτη βάρκα : Πατέρα Αλεχάντρο, έλα μαζί μας θα πνιγείς”.
“Φύγετε άπιστοι, θα με σώσει ο Θεός μου”.
Μέσα σε μία ώρα ο πατέρας Αλεχάντρο είναι πιασμένος από το αλεξικέραυνο του τρούλου.
Σκάει μύτη ελικόπτερο με ντουντούκα : “Πατέρα Αλεχάντρο, έλα μαζί μας θα πνιγείς”.
“Φύγετε άπιστοι, θα με σώσει ο Θεός μου”.
Τα νερά όμως ανεβαίνουν και ο πατέρας Αλεχάντρο μη διαθέτων βράγχια, πνίγεται.
Εμφανίζεται στις πύλες του παραδείσου μέσα στην τσαντίλα. Κλωτσάει, χτυπάει τις πόρτες
“ΘΕΛΩ ΝΑ ΔΩ ΤΟΝ ΥΠΕΥΘΥΝΟ. ΑΝΟΙΧΤΕ ΜΟΥ ΚΑΛΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ… ΑΝΟΙΧΤΕ ΘΑ ΤΑ ΣΠΑΣΩ ΟΛΑΑΑΑΑ”
Εμφανίζεται ο κλασσικός άγιος Πέτρος,
“Έλα ρε φιλαράκι τι φασσαρία είναι αυτή; χαλάρωσε λίγο..”
“Ασε με και συ Πετράκη μη σου δαγκώσω τα σκώτια. Στείλε με τώρα στον υπεύθυνο, θα γίνει μεγάλος σαματάς”.
Τον βλέπει ο Πέτρος που είναι συφιλιασμένος, τι να κάνει τον στέλνει στο γραφείο του Μεγάλου.
Μπαίνει μέσα ο πατέρας Αλεχάντρο και αρχίζει.
“Μεγάλε σου χω μεγάλο παράπονο και δε θα τα πάμε καλά. Έδωσα τα πάντα σε σένα και συ ούτε απο λίγο νερό δε με γλύτωσες!”
Χαμογελάει ο μεγάλος και ανοίγει το λαπτόπι.
“Για πες μας ποιος είσαι μικρέ”
“Πατέρας Αλεχάντρο, Βολιβία, Σαν Χοσέ”
“π..α…τ…ε…κλικ κλι κλικ κλικ ..χο..κλικ κλικ σε…. ααααα ναι.. και;”
“Τι και Θεούλη μου; Εγώ είχα μονη μου περιουσία μια ζωή ένα ράσο, βοηθούσα τους πάντες, κοιμόμουν στα στασίδια της εκκλησίας, έτρωγα βρύα και λειχήνες για να δίνω το φαϊ μου στους φτωχούς και με την πρώτη πλημμύρα με έπνιξες; ούτε ένα θαυματάκι;”
“Και να σου πω ρε μεγάλε, εσύ θεωρείς ότι το να βρει κάποιος ένα τζιπ, μια βάρκα και ένα ελικόπτερο τρεις το βράδυ στη Βολιβία ειναι εύκολο;”