Στη γειτονιά του Σάκη ζούσαν κάποιοι μετανάστες από διάφορες χώρες ( Βουλγαρία , Ουκρανία κτλ) , σε άθλιες συνθήκες , πείνα , εξαθλίωση , φτώχεια κτλ. Ένα ζευγάρι από την Ουκρανία λοιπόν βαρέθηκε αυτή την κατάσταση και αποφασίζει να ανοίξει ένα ψιλικτζίδικο για να βγάζει τα προς το ζην. Μαζεύουν λοιπόν το κατάλληλο κεφάλαιο , φτιάχνουν και το μαγαζί και κανονίζουν τα εγκαίνια μια εβδομάδα μετά. Φωνάζει λοιπόν ο Σάκης τον Τάκη για να πάνε μαζί στα εγκαίνια. Η μέρα εν τω μεταξύ ήταν χαρά Θεού , ηλιόλουστη , χωρίς ούτε ίχνος σύννεφου στον ορίζοντα. Πολύς κόσμος είχε μαζευτεί , εύχονταν καλή επιτυχία στο ζευγάρι , καλά κέρδη κτλ. Με τα πολλά , κι αφού είχε μαζευτεί αρκετός κόσμος , αποφασίζει το ζευγάρι να ανοίξει το μαγαζί. Με το που βάζει ο άντρας το κλειδί στην πόρτα και το γυρνάει , από το πουθενά σε κλάσματα δευτερολέπτου μαζεύονται τεράστια σύννεφα και αρχίζει μια τρομερή καταρρακτώδης βροχή. Χαμός στον κόσμο , γίνανε όλοι παπί , τρέχανε από εδώ και από εκεί να προστατευτούν από την ξαφνική νεροποντή. Αφού βρήκανε ένα ασφαλές μέρος , γυρνάει ο Τάκης και λέει με ένα έκπληκτο ύφος στον Σάκη :
- Καλά ρε Σάκη , τι απότομη καταιγίδα ήταν αυτή από το πουθενά ρε !
- Ε ρε Τάκη , έπρεπε να το περιμένουμε.
- Γιατί ρε Σάκη ;
- Ε δεν είδες ; Ανοίξανε οι Ουκρανοί !
- Καλά ρε Σάκη , τι απότομη καταιγίδα ήταν αυτή από το πουθενά ρε !
- Ε ρε Τάκη , έπρεπε να το περιμένουμε.
- Γιατί ρε Σάκη ;
- Ε δεν είδες ; Ανοίξανε οι Ουκρανοί !