"Τουμπεκί " λέγεται τουρκικά ο καπνός για τον αργιλέ, που τον κάπνιζαν στα διάφορα καφενεία της παλιάς εποχής.
Τον αργιλέ τον ετοίμαζαν οι "ταμπήδες" των καφενείων και επειδή αυτοί έπιαναν την κουβέντα κι αργούσαμε τον πάνε στον πελάτη, εκείνος με τη σειρά του φώναζε: "κάνε τουμπεκί ".
Όσοι κάπνισαν ναργιλέ ήταν και από φυσικού τους λιγομίλητοι και δεν τους άρεσε η "πάρλα", οι φλυαρίες.
Με τις ώρες κρατούσαν στα χείλη τους το "μαρκούτσι" του ναργιλέ, απολαμβάνοντας μακάρια και σιωπηλά το τουμπεκί, που σιγόκαιγε στο λούλα.
Και αν κάνεις, που κι αυτός κάπνιζε ναργιλέ δίπλα του, άνοιγε πλατιά κουβέντα, οι μερακλήδες της παρέας του έλεγαν: "Κάνε τουμπεκί", δηλαδή, κάπνιζε και μη μιλάς.
Τώρα για το " ψιλοκομμένο " τουμπεκί, ήταν η τέχνη του "ταμπή" να του το προσφέρει ψιλοκομμένο, που ήταν και καλύτερο.
Τον αργιλέ τον ετοίμαζαν οι "ταμπήδες" των καφενείων και επειδή αυτοί έπιαναν την κουβέντα κι αργούσαμε τον πάνε στον πελάτη, εκείνος με τη σειρά του φώναζε: "κάνε τουμπεκί ".
Όσοι κάπνισαν ναργιλέ ήταν και από φυσικού τους λιγομίλητοι και δεν τους άρεσε η "πάρλα", οι φλυαρίες.
Με τις ώρες κρατούσαν στα χείλη τους το "μαρκούτσι" του ναργιλέ, απολαμβάνοντας μακάρια και σιωπηλά το τουμπεκί, που σιγόκαιγε στο λούλα.
Και αν κάνεις, που κι αυτός κάπνιζε ναργιλέ δίπλα του, άνοιγε πλατιά κουβέντα, οι μερακλήδες της παρέας του έλεγαν: "Κάνε τουμπεκί", δηλαδή, κάπνιζε και μη μιλάς.
Τώρα για το " ψιλοκομμένο " τουμπεκί, ήταν η τέχνη του "ταμπή" να του το προσφέρει ψιλοκομμένο, που ήταν και καλύτερο.