Μια νέα γυναίκα έχει απλώσει τη μπουγάδα της στο μπαλκόνι και γδύνεται για να κάνει μπάνιο
. Ξαφνικά αρχίζει να ψιχαλίζει.
-Ωχ! λέει.
Πρέπει να μαζέψω τα ρούχα.
Όμως πώς να πάω γυμνή;
-Δε βαριέσαι, ποιος θα με δει τέτοια ώρα;"
Τρέχει λοιπόν βιαστικά να
μαζέψει τα ρούχα.
Καθώς τρέχει όμως γλιστράει και φεύγει κάτω απ το μπαλκόνι.
Πέφτει με το κεφάλι μέσα σ ένα τενεκέ σκουπίδια κι η υπόλοιπη μένει απ έξω.
Σε λίγη ώρα περνάει από κει ένας μεθυσμένος.
Βλέπει τη γυμνή γυναίκα μες στον σκουπιδοτενεκέ με τα πόδια ανοιχτά και του ρχεται μια άλφα όρεξη.
Κατεβάζει το παντελόνι κι αφού την φυστικώνει, κουμπώνεται και πάει να φύγει.
Σταματάει όμως και μονολογεί:
-"Ρε συ, αυτή ήταν καλή γιατί την πέταξαν;"
. Ξαφνικά αρχίζει να ψιχαλίζει.
-Ωχ! λέει.
Πρέπει να μαζέψω τα ρούχα.
Όμως πώς να πάω γυμνή;
-Δε βαριέσαι, ποιος θα με δει τέτοια ώρα;"
Τρέχει λοιπόν βιαστικά να
μαζέψει τα ρούχα.
Καθώς τρέχει όμως γλιστράει και φεύγει κάτω απ το μπαλκόνι.
Πέφτει με το κεφάλι μέσα σ ένα τενεκέ σκουπίδια κι η υπόλοιπη μένει απ έξω.
Σε λίγη ώρα περνάει από κει ένας μεθυσμένος.
Βλέπει τη γυμνή γυναίκα μες στον σκουπιδοτενεκέ με τα πόδια ανοιχτά και του ρχεται μια άλφα όρεξη.
Κατεβάζει το παντελόνι κι αφού την φυστικώνει, κουμπώνεται και πάει να φύγει.
Σταματάει όμως και μονολογεί:
-"Ρε συ, αυτή ήταν καλή γιατί την πέταξαν;"