Ήταν ένας φτωχός κηπουρός στην βίλα ενός εφοπλιστή, που για να τον ανταμείψει το αφεντικό του τον κάλεσε σε ένα επίσημο δείπνο, όπου κάλεσε και φίλους του εφοπλιστές. Η συζήτηση λοιπόν είχε ανάψει και ο καημένος ο κηπουρός καθόταν σε μια άκρη σιωπηλός και άκουγε. Έλεγε λοιπόν ο ένας εφοπλιστής στον άλλον:
- "Φέτος έστειλα την γυναίκα μου για διακοπές στη Χαβάη για ένα μήνα να ξεκουραστεί και 'γω έμεινα στο γραφείο."
- "Α εγώ την έστειλα στην Ισπανία για δεκαπέντε μέρες..."
- "Και εγώ την έστειλα στην Κοπακαμπάνα..."
Τότε για να πειράξει τον καημένο τον κηπουρό που ήταν έξω από τα νερά του τον ρώτησε το αφεντικό το.
- "Μα πες και συ κάτι Γιώργο, μίλα μας, εσύ που έστειλες για διακοπές την γυναίκα σου φέτος;"
- "Α", τους απαντάει αυτός, "εμείς κύριε, φτωχοί άνθρωποι είμαστε, και τις γυναίκες μας τις πηδάμε μόνοι μας."
- "Φέτος έστειλα την γυναίκα μου για διακοπές στη Χαβάη για ένα μήνα να ξεκουραστεί και 'γω έμεινα στο γραφείο."
- "Α εγώ την έστειλα στην Ισπανία για δεκαπέντε μέρες..."
- "Και εγώ την έστειλα στην Κοπακαμπάνα..."
Τότε για να πειράξει τον καημένο τον κηπουρό που ήταν έξω από τα νερά του τον ρώτησε το αφεντικό το.
- "Μα πες και συ κάτι Γιώργο, μίλα μας, εσύ που έστειλες για διακοπές την γυναίκα σου φέτος;"
- "Α", τους απαντάει αυτός, "εμείς κύριε, φτωχοί άνθρωποι είμαστε, και τις γυναίκες μας τις πηδάμε μόνοι μας."