Αργά το βράδυ, στο σουβλατζίδικο της γειτονιάς, μπαίνει ο Γιωρίκας και λέει στο σουβλατζή:
- Φτιάξε ρε μεγάλε δυο σουβλάκια.
- Φίλε, να περιμένεις τη σειρά σου, του απαντάει.
Τότε ο Γιωρίκας κοιτάει γύρω του και διαπιστώνει ότι το μαγαζί είναι άδειο. Τότε ξαναλέει στον μαγαζάτορα:
- Έλα ρε μεγάλε, φτιάξε μου τώρα δύο σουβλάκια και πεινάω.
- Να περιμένεις τη σειρά σου, απαντάει με πιο επιτακτικό τρόπο αυτή τη φορά.
Ο Γιωρίκας κοιτάζει ξανά το άδειο μαγαζί.
"Γ@.ώ τη μάνα σου", ακούγεται.
- Ποιός το 'πε αυτό ρε; ρωτάει ο σουβλατζής τον Γιωρίκα αγριεμένος.
Και ο Γιωρίκας:
- Που να ξέρω, ρε φίλε; Της π...@νας γίνεται εδώ μέσα!
- Φτιάξε ρε μεγάλε δυο σουβλάκια.
- Φίλε, να περιμένεις τη σειρά σου, του απαντάει.
Τότε ο Γιωρίκας κοιτάει γύρω του και διαπιστώνει ότι το μαγαζί είναι άδειο. Τότε ξαναλέει στον μαγαζάτορα:
- Έλα ρε μεγάλε, φτιάξε μου τώρα δύο σουβλάκια και πεινάω.
- Να περιμένεις τη σειρά σου, απαντάει με πιο επιτακτικό τρόπο αυτή τη φορά.
Ο Γιωρίκας κοιτάζει ξανά το άδειο μαγαζί.
"Γ@.ώ τη μάνα σου", ακούγεται.
- Ποιός το 'πε αυτό ρε; ρωτάει ο σουβλατζής τον Γιωρίκα αγριεμένος.
Και ο Γιωρίκας:
- Που να ξέρω, ρε φίλε; Της π...@νας γίνεται εδώ μέσα!