'Ενας παπάς πνίγονταν στην θάλασσα...
Για καλή του τύχη περνάει ένα καράβι.
«Παπά, έλα, πιάσε το σωσίβιο να σωθείς» του φωνάζει ο καπετάνιος.
«Όχι, τέκνο μου, δεν χρειάζεται, εμένα θα με σώσει ο Θεός» απαντά ο παπάς.
Μετά από λίγο περνάει δεύτερο καράβι.
«Παπά, πιάσε το σωσίβιο για να σωθείς!» του φωνάζει ο καπετάνιος.
«Όχι, τέκνο μου, δεν χρειάζεται, εμένα θα με σώσει ο Θεός», λέει πάλι ο παπάς.
Περνάει και τρίτο καράβι.
«Παπά, πιάσε το σωσίβιο. Έλα να σε σώσουμε!» φωνάζει και ο καπετάνιος.
«Όχι, τέκνο μου, δεν χρειάζεται, εμένα θα με σώσει ο Θεός», επαναλαμβάνει ο παπάς.
Τελικά ο παπάς πνίγεται και πάει στον παράδεισο.
«Καλά βρε Θεέ. Με ξέχασες! Περίμενα να με σώσεις, αλλά εσύ τίποτα!» λέει ο παπάς στον Θεό.
Και ο Θεός του απαντά: «Τι λες ρε βλάκα! Τρία καράβια σου έστειλα να σε σώσουνε, αλλά εσύ με έγραψες!»
Για καλή του τύχη περνάει ένα καράβι.
«Παπά, έλα, πιάσε το σωσίβιο να σωθείς» του φωνάζει ο καπετάνιος.
«Όχι, τέκνο μου, δεν χρειάζεται, εμένα θα με σώσει ο Θεός» απαντά ο παπάς.
Μετά από λίγο περνάει δεύτερο καράβι.
«Παπά, πιάσε το σωσίβιο για να σωθείς!» του φωνάζει ο καπετάνιος.
«Όχι, τέκνο μου, δεν χρειάζεται, εμένα θα με σώσει ο Θεός», λέει πάλι ο παπάς.
Περνάει και τρίτο καράβι.
«Παπά, πιάσε το σωσίβιο. Έλα να σε σώσουμε!» φωνάζει και ο καπετάνιος.
«Όχι, τέκνο μου, δεν χρειάζεται, εμένα θα με σώσει ο Θεός», επαναλαμβάνει ο παπάς.
Τελικά ο παπάς πνίγεται και πάει στον παράδεισο.
«Καλά βρε Θεέ. Με ξέχασες! Περίμενα να με σώσεις, αλλά εσύ τίποτα!» λέει ο παπάς στον Θεό.
Και ο Θεός του απαντά: «Τι λες ρε βλάκα! Τρία καράβια σου έστειλα να σε σώσουνε, αλλά εσύ με έγραψες!»