Η θανατική ποινή ανήκει στην κατηγορία των κύριων ποινών, καθώς αποτελεί ουσιαστική κύρωση κάποιας αξιόποινης πράξης. Ωστόσο, ουκ ολίγες φορές έχει τεθεί εν αμφιβόλω η σκοπιμότητα της διατήρησής της. Με αφορμή λοιπόν παγκόσμια ημέρα κατά της θανατικής ποινής ...
θα ήταν ενδιαφέρον να αναφερθούν τα επιχειρήματα των πολέμιων της θανατικής ποινής η οποία σημειωτέον στον ελληνικό ποινικό κώδικα έχει πλέον καταργηθεί.
Αρχικά η εφαρμογή της θανατικής ποινής σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να συνδέεται με τη θεωρία της ανταπόδοσης μιας και σκεπτόμενοι έτσι θα πρέπει να αποδεχτούμε και τις σωματικές ποινές, πράγμα πέρα για πέρα φονταμενταλιστικό.
Άλλωστε, το κράτος, όπως σωστά υποστηρίζεται, δεν έχει επουδενί το δικαίωμα να αφαιρεί το αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα στη ζωή. Συν τοις άλλοις, είναι αναντίρρητο πως η Πολιτεία έχει μεν δικαίωμα άμυνας κατά των υπονομευτών της δημοκρατίας, οφείλει όμως να κάνει χρήση πιο τελεσφόρων μέτρων.
Επιπλέον είναι προφανές πως η ποινή του θανάτου ενέχει ατέλειες που την καθιστούν εξοβελιστέα από τα μέτρα άμυνας του κράτους. Πρώτον, είναι ανεπανόρθωτη σε περιπτώσεις δικαστικής πλάνης και δεύτερον, είναι ενιαία και αδιαίρετη. Συνεπώς αντιβαίνει προς την κρατούσα – στο ποινικό δίκαιο – αρχή της επιμέτρησης και εξατομίκευσης της ποινής σύμφωνα με το χαρακτήρα και την προσωπικότητα του δράστη. Επιπρόσθετα, όπως έχει καταδείξει πληθώρα στατιστικών ερευνών, η ποινή του θανάτου σπανιότατα επιδρά ως εκφοβιστικό μέτρο. Όπως ορθά έχει παρατηρηθεί, η αύξηση ή μείωση της εγκληματικότητας εξαρτάται κυρίως από την καταπολέμηση ή μη των αιτίων που την προκαλούν.
Καταλήγοντας, πρέπει να πούμε ότι είναι φανερό πως η θανατική ποινή δεν θα πρέπει να έχει θέση σε καμία έννομη τάξη παγκοσμίως. Άλλωστε κάθε ποινή έχει πρωτίστως ως αφετηρία το σεβασμό στην ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια και ως εκ τούτου δεν ενέχει λογικής ένα μέτρο που καταστρατηγεί τις δύο αυτές αξίες.