Ο Μπόμπος
Μια μέρα ο Μπόμπος στο σχολείο, αφού τελείωσε το μάθημα και είχαν φύγει όλα τα παιδάκια, λέει στη δασκάλα:
- Κυρία, έχω 10.000 δρχ. Αν σου τα δώσω να σου πιάσω λίγο το μπουτάκι;
- Τι πράγματα είναι αυτά που λες Μπόμπο; του λέει.
- Κύρια, να τα κάνω 20.000 δρχ.;
Το σκέφτεται η κύρια και συμφωνεί μαζί του.
Αφού τη χουφτώνει κανονικά της λέει:
- Κυρία, να σου δώσω 30.000 δρχ. να σου πιάσω το βυζάκι;
- Και δεν το πιάνεις; του λέει η κύρια.
- Κυρία, της λέει, να σου δώσω 40.000 δρχ. να βγάλεις έξω τις βυζάρες σου να τις γλύψω;
Συμφωνεί η κύρια και της τα γλύφει.
- Κυρία, μίας και φτάσαμε εδώ να σε πάρω από μπροστά για 100.000 δρχ.;
Δεν το σκέφτεται καθόλου η δασκάλα, κατεβάζει το κυλοτάκι και ο Μπόμπος τη γαμάει. Μετά το γαμήσι της λέει ο Μπόμπος:
- Κυρία, έχω άλλες 110.000 δρχ. Να στα δώσω να σε γαμήσω από πίσω;
- Κοίταξε να δεις, Μπόμπο, του λέει η κύρια, από πίσω είμαι παρθένα.
- Με το γαριδάκι που έχω, κύρια, δεν θα καταλάβετε τίποτα.
Αυτή το σκέφτεται λίγο και συμφωνεί. Αφού τη γαμάει και από πίσω, χαιρετιούνται και ο Μπόμπος φεύγει.
Ενώ έφευγε χαρούμενη η κύρια που είχε μαζέψει τόσα λεφτά, τη συναντάει ο διευθυντής και της λέει:
- Τι γίνεται κύρια Παπαδοπούλου, σας έδωσε ο Μπόμπος τα χρήματα του μισθού σας που του έδωσα να σας φέρει;
- Κυρία, έχω 10.000 δρχ. Αν σου τα δώσω να σου πιάσω λίγο το μπουτάκι;
- Τι πράγματα είναι αυτά που λες Μπόμπο; του λέει.
- Κύρια, να τα κάνω 20.000 δρχ.;
Το σκέφτεται η κύρια και συμφωνεί μαζί του.
Αφού τη χουφτώνει κανονικά της λέει:
- Κυρία, να σου δώσω 30.000 δρχ. να σου πιάσω το βυζάκι;
- Και δεν το πιάνεις; του λέει η κύρια.
- Κυρία, της λέει, να σου δώσω 40.000 δρχ. να βγάλεις έξω τις βυζάρες σου να τις γλύψω;
Συμφωνεί η κύρια και της τα γλύφει.
- Κυρία, μίας και φτάσαμε εδώ να σε πάρω από μπροστά για 100.000 δρχ.;
Δεν το σκέφτεται καθόλου η δασκάλα, κατεβάζει το κυλοτάκι και ο Μπόμπος τη γαμάει. Μετά το γαμήσι της λέει ο Μπόμπος:
- Κυρία, έχω άλλες 110.000 δρχ. Να στα δώσω να σε γαμήσω από πίσω;
- Κοίταξε να δεις, Μπόμπο, του λέει η κύρια, από πίσω είμαι παρθένα.
- Με το γαριδάκι που έχω, κύρια, δεν θα καταλάβετε τίποτα.
Αυτή το σκέφτεται λίγο και συμφωνεί. Αφού τη γαμάει και από πίσω, χαιρετιούνται και ο Μπόμπος φεύγει.
Ενώ έφευγε χαρούμενη η κύρια που είχε μαζέψει τόσα λεφτά, τη συναντάει ο διευθυντής και της λέει:
- Τι γίνεται κύρια Παπαδοπούλου, σας έδωσε ο Μπόμπος τα χρήματα του μισθού σας που του έδωσα να σας φέρει;
Ο θάνατος του μπαμπά
Βρίσκονται δύο φίλοι μετά από χρόνια:
- ...Και φέτος πέθανε και ο πατέρας μου, λέει ο ένας.
- Σοβαρά; Εγώ τον θυμάμαι υγιέστατο! Τί έπαθε;
- Να, μια μέρα εκεί που καθόταν στην κουνιστή του πολυθρόνα, κάνει μια δυνατή μπρός και πέφτει μέσα στο τζάκι!
- Ωχ! Και κάηκε ζωντανός;
- Όχι, όχι. Λίγο άρπαξε το κεφάλι του! Αλλά από τον φόβο του κάνει πίσω και πέφτει πάνω στο σκρήνιο. Όλα τα ποτήρια και τα πιάτα διαλύθηκαν!
- Πωπώ! Χάλια τρόπος να πεθάνεις! Μέσα στα γυαλιά και στα αίματα.
- Α, όχι, δεν πέθανε έτσι. Με την φόρα που ειχε πάει και πέφτει στο κρυστάλλινο τραπέζι!
- Τι σε εκείνο το μεγάλο το κρυστάλλινο; Εκεί πέθανε;
- Όχι, όχι, το τραπέζι διαλύθηκε και με την φόρα που είχε σπάει την μπαλκονόπορτα και πέφτει από τα κάγκελα.
- Πώπω! Και μένεις και 4ο όροφο. Σίγουρα σκοτώθηκε με αυτό.
- Όχι, ο αποκάτω μόλις είχε βάλει την καινούρια του τέντα, και έτσι έκανε ένα γκελ πάνω της και ξαναγυρνά από την μπαλκονόπορτα και πέφτει πάνω στο κρυστάλλινο φωτιστικό.
- Και έτσι πέθανε;
- Όχι, όχι. Εγώ τον σκότωσα γιατί θα μας διέλυε τελείως το σπίτι ο κωλόγερος!
- ...Και φέτος πέθανε και ο πατέρας μου, λέει ο ένας.
- Σοβαρά; Εγώ τον θυμάμαι υγιέστατο! Τί έπαθε;
- Να, μια μέρα εκεί που καθόταν στην κουνιστή του πολυθρόνα, κάνει μια δυνατή μπρός και πέφτει μέσα στο τζάκι!
- Ωχ! Και κάηκε ζωντανός;
- Όχι, όχι. Λίγο άρπαξε το κεφάλι του! Αλλά από τον φόβο του κάνει πίσω και πέφτει πάνω στο σκρήνιο. Όλα τα ποτήρια και τα πιάτα διαλύθηκαν!
- Πωπώ! Χάλια τρόπος να πεθάνεις! Μέσα στα γυαλιά και στα αίματα.
- Α, όχι, δεν πέθανε έτσι. Με την φόρα που ειχε πάει και πέφτει στο κρυστάλλινο τραπέζι!
- Τι σε εκείνο το μεγάλο το κρυστάλλινο; Εκεί πέθανε;
- Όχι, όχι, το τραπέζι διαλύθηκε και με την φόρα που είχε σπάει την μπαλκονόπορτα και πέφτει από τα κάγκελα.
- Πώπω! Και μένεις και 4ο όροφο. Σίγουρα σκοτώθηκε με αυτό.
- Όχι, ο αποκάτω μόλις είχε βάλει την καινούρια του τέντα, και έτσι έκανε ένα γκελ πάνω της και ξαναγυρνά από την μπαλκονόπορτα και πέφτει πάνω στο κρυστάλλινο φωτιστικό.
- Και έτσι πέθανε;
- Όχι, όχι. Εγώ τον σκότωσα γιατί θα μας διέλυε τελείως το σπίτι ο κωλόγερος!