Η παρουσίαση της λίστας θα γίνει σε 5 μέρη.
Αυτά, εν ολίγοις! Απολαύστε υπεύθυνα!
Μέρος Πρώτο: #200-151
200. Τα κανονικά παιδιά
Σύνθεση: Γιώργος Καρράς
Ερμηνεία: Τρύπες & Αννέζα Παπαδοπούλου
Στίχος: Γιάννης Αγγελάκας
Άλμπουμ: Τρύπες στον Παράδεισο
1990
Νομίζω ότι δεν θα μπορούσα να βρεθεί τραγούδι πιο ταιριαστό, από απόψεως συμβολισμού, ως αφετηρία της αντίστροφης μέτρησης-παρουσίασης της λίστας μου με τα καλύτερα ελληνικά τραγούδια όλων των εποχών. Τα κανονικά παιδιά… Από μόνος του ο τίτλος του τραγουδιού είναι ειρωνικός, βέβαια. Το θέμα του δεν είναι τα κανονικά παιδιά, αλλά τα «άλλα» παιδιά, τα «μη κανονικά». Η «μαμά» (Γη, Φύση, όπως θέλετε πείτε την, η ουσία είναι ότι, στην περίπτωση του εν λόγω τραγουδιού, συμβολίζει την αρχέγονη δύναμη συντήρησης και παγώματος της ανθρωπότητας, και όχι μόνο) έχει επωμιστεί το καθήκον να γεννάει, ανατρέφει, νοηματοδοτεί υπαρξιακά και αναπαράγει τα παιδιά εκείνα που θα διαιωνίζουν την (ακολουθεί λέξη κλειδί!) εκάστοτε υπάρχουσα κατάσταση, το εκάστοτε στάτους κβο και, φυσικά (μην το ξεχνάμε αυτό), να τα ξεφορτωθεί όταν ολοκληρώσουν την αποστολή τους. Όσο κι αν προσπαθεί όμως, πάντοτε θα ξεπετάγονται από τη μήτρα της κάποια (οπωσδήποτε λίγα, σχετικά, σε αριθμό) ατίθασα παιδιά, αλλεργικά στην κανονικότητα και στις συμβάσεις, που έλκονται από το καινούριο, το διαφορετικό, το εξωφρενικό, το απαγορευμένο, το αδιανόητο και το κυνηγούν εν γνώσει τους (εδώ έγκειται και το μεγαλείο αλλά και η τραγικότητα τους, συνάμα) ότι ποτέ δε θα το πιάσουν, ό, τι κι αν κάνουν. Γιατί το παραπέρα, ο ορίζοντας είναι, εξ ορισμού, πέρα από τις δυνατότητες μας να το αγγίξουμε. Η μαγεία και η ομορφιά της ζωής βρίσκεται στο ότι στην προσπάθεια τους αυτή (που συνοδεύεται από απίστευτο πόνο και κακουχίες κάθε είδους, για να μην ξεχνιόμαστε) τα «μη κανονικά» παιδιά προκαλούν αναστάτωση, ταράζουν τα λιμνάζοντα ύδατα των ανθρώπινων κοινωνιών και, τελικά, αλλάζουν τους εαυτούς τους αλλά και όλους τους άλλους που τα ακολουθούν, θέλοντας και μη, στη νέα κατάσταση που διαμορφώνεται. Και φτου κι απ’ την αρχή με τη «μαμά» να γεννάει κι άλλα, πολλά, κανονικά παιδιά (με βάση τις καινούριες προδιαγραφές περί κανονικότητας) και λίγα, πάντοτε, «άλλα» παιδιά. Μόνο που, μην μπερδευτείτε, εδώ δεν πρόκειται περί κυκλικής αλλά περί σπειροειδούς ή ελικοειδούς πορείας. Ξέρετε, όπως αυτή που διαγράφει ο πλανήτης μας στο διάστημα (γιατί και ο Ήλιος περιφέρεται γύρω από το κέντρο του Γαλαξία). Για να μην ξεφεύγουμε πολύ (ήδη το κάναμε, αλλά λέμε τώρα), η μη κανονικότητα με τη δημιουργικότητα και την πρόοδο πάνε χεράκι χεράκι και αυτό το γνωρίζει ο κάθε καλλιτέχνης που σέβεται τον εαυτό του. Πώς θα μπορούσαν να το αγνοούν ο Αγγελάκας και οι Τρύπες; Και… προσέξτε, το ερώτημα, εν τέλει, είναι αν πεθαίνουν κανονικά τα «άλλα» παιδιά ή είναι μήπως, απλώς, αν πεθαίνουν;;;
199. Που να βρω γυναίκα να σου μοιάζει
Σύνθεση: Αντώνης Διαμαντίδης, «Νταλγκάς»
Ερμηνεία: Αντώνης Διαμαντίδης, «Νταλγκάς»
Στίχος: Κώστας Κοφινιώτης
1939
Είναι αναμφισβήτητο το γεγονός ότι η έλευση των μυριάδων προσφύγων και μεταναστών στον κυρίως ελλαδικό χώρο από τη Μικρά Ασία και την Κωνσταντινούπολη μετά την καταστροφή του 1922 έφερε μια πνοή δημιουργικότητας και έναν αέρα αλλαγών σε μια πλειάδα εκφάνσεων του ελληνικού κοινωνικού γίγνεσθαι. Και ένας από τους χώρους που μπολιάστηκαν και γονιμοποιήθηκαν περισσότερο από τους νέους και κάπως… εξωτικούς, για τα τότε δεδομένα της μητροπολιτικής Ελλάδας, σπόρους που έριξαν οι νεοφερμένοι στο (ομολογουμένως κάπως αφιλόξενο, αρχικά) έδαφος της «μαμάς-πατρίδας» ήταν εκείνος του τραγουδιού, όπου συντελέστηκε, χωρίς υπερβολή, μια μικρή επανάσταση. Η επανάσταση αυτή εκφράζεται κυρίως μέσα από την εξέλιξη και άνθηση του ρεμπέτικου τραγουδιού κατά τις δεκαετίες του 1920 και ’30. Και εδώ έχουμε έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους αυτής της εποχής, τον Κωνσταντινοπολίτη Αντώνη Διαμαντίδη, ο οποίος ήταν γνωστός με το ψευδώνυμο «Νταλγκάς» (σημαίνει «κυματισμός» στα τούρκικα) που απέκτησε λόγω της πολύ ιδιαίτερης, και κάπως… απόκοσμης, φωνής του, με το ωραιότερο, κατ’ εμέ, τραγούδι που συνέθεσε και ηχογράφησε. Είναι ενδιαφέρον, πάντως, πως αν ακούσετε αυτό το τραγούδι (όπως και άλλά αντίστοιχα της εποχής εκείνης) αποστασιοποιημένοι κάπως από το τρέχον zeitgeist, θα μεταφερθείτε νοερά σε μια άλλη Ελλάδα, από την οποία είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι προέκυψε η Ελλάδα, όπως την ξέρουμε σήμερα. Όχι, δεν είμαι παρελθοντολάγνος σε καμία περίπτωση, μην με παρεξηγήσετε, απλά μου αρέσει να αναρωτιέμαι για τα μυστήρια της ροής του χρόνου, των μηχανισμών μεταβολής των συλλογικών αξιών και ιδανικών των ανθρώπινων κοινωνιών και της πλαστικότητας της φύσης της ίδιας της πραγματικότητας. Αλλά αρκετά σας ζάλισα με το μικρό, βαρετό, δοκίμιο μου, απολαύστε το τραγούδι και τη μαγική αυτή φωνή…
198. Πάρε με απόψε πάρε με
Σύνθεση: Νίκος Ζιώγαλας
Ερμηνεία: Γλυκερία
Στίχος: Νίκος Ζιώγαλας
Άλμπουμ: Ζεστό αγάπης κύμα
1990
Σε θέλω… απόψε… δε με νοιάζει το πριν, δε με νοιάζει το μετά, δεν υπάρχουν για μένα αυτά, έχουν θολώσει, έχουν ξεθωριάσει, έχουν εξαφανιστεί…. εγώ θέλω να σε κάνω δικιά μου απόψε, τώρα, σήμερα… θα κάνω ό, τι χρειαστεί, θα πω ψέματα, θα παίξω παιχνίδια, θα αυτοαναιρεθώ, μόνο και μόνο για να φτάσω στην τελική λύτρωση, την υπέρτατη αλήθεια του Σύμπαντός μου, που τώρα, αυτή τη στιγμή είσαι εσύ… Τίποτα δεν έρχεται χωρίς κόστος, ο «τζάμπας έχει αποθάνει», το γνωρίζω πολύ καλά, όπως και ο καθένας που έχει παραδοθεί στο ερωτικό παραλήρημα το γνωρίζει, και άσε τους βλάκες να παπαγαλίζουν ανόητα κλισέ για το ότι, δήθεν, τα «ωραιότερα πράγματα στη ζωή είναι αυτά που σου παρέχονται δωρεάν», λες και το μόνο κόστος που έχει σημασία είναι το αμιγώς χρηματικό… Η έννοια του δωρεάν είναι άγνωστη στη φύση (ίσως λίγο άσχετη παρένθεση, αλλά πόσο θα σε βοηθούσε, συμπατριώτη μου, αν συνειδητοποιούσες αυτή τη δομική αλήθεια του Σύμπαντος)… Δε θα αρνηθώ να πληρώσω τις όποιες συνέπειες ενδέχεται να προκύψουν μετά, αύριο, όμως, απόψε, θα κάνω ό, τι περνάει από το χέρι μου για να γίνω ένα μαζί σου, να ολοκληρωθούμε και να εκμηδενιστούμε παρέα… Πετάω όλα τα χαρτιά μου στο τραπέζι, δεν έχει νόημα να παίζω άλλο κρυφτούλι… Έλα λοιπόν μαζί μου, ανταποκρίσου στο κάλεσμά μου, δικαίωσε την ύπαρξή μου….
197. Πριγκιπέσσα
Σύνθεση: Σωκράτης Μάλαμας
Ερμηνεία: Σωκράτης Μάλαμας
Στίχος: Σωκράτης Μάλαμας
Άλμπουμ: Ο Φύλακας και ο Βασιλιάς
2000
Ποιός είναι, αλήθεια, ο λόγος, που αυτό το τραγούδι, αν και προερχόμενο από έναν τραγουδοποιό με απήχηση σε συγκεκριμένο και σχετικά περιορισμένο κοινό, έκανε «γκελ» σε ευρύτερη μάζα κόσμου, γνώρισε μεγάλη επιτυχία και έφτασε να θεωρείται, έστω, στο συλλογικό υποσυνείδητο, ως ένα από τα χαρακτηριστικότερα και πιο αντιπροσωπευτικά τραγούδια της χώρας μας και της εποχής μας; Νομίζω ότι είναι μια κλασσική περίπτωση που καταδεικνύει γιατί ένας μουσικός, δυνητικά, πάντα θα υπερτερεί, ως προς την καλλιτεχνική έκφραση, απέναντι σε έναν σκηνοθέτη, ζωγράφο, γλύπτη, ποιητή και, βέβαια, συγγραφέα. Είναι απλό: μέσω της κατάλληλης επιλογής μουσικής επένδυσης ο μουσικός μπορεί να εκφράσει πράγματα και καταστάσεις που οι υπόλοιποι καλλιτέχνες αδυνατούν να προσεγγίσουν τόσο αποτελεσματικά με τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους, όσο και αν προσπαθήσουν. Άδικο, ίσως, αλλά, πάντως, είναι γεγονός. Η υπαρξιακή αναζήτηση και το μεγάλο μυστήριο της ταυτότητας είναι οι κεντρικοί άξονες της θεματολογίας της «Πριγκιπέσσας», άντε και με μια μικρή τζούρα ερωτικού συμπούρδουκλου. Είδατε όμως; Πόσο ρηχός και κουραστικός γίνομαι ήδη, προσπαθώντας να ανιχνεύσω την υποτιθέμενη προβληματική του Μάλαμα; Ανούσια μπλα μπλα, που οι πρώτες, κιόλας, πολύ χαρακτηριστικές νότες του τραγουδιού τα κάνουν να φαντάζουν κενά περιεχομένου και τα σκορπίζουν στον αέρα. Τι να κάνουμε όμως, αυτή είναι η μοίρα ημών των… μουσικόφιλων γραφιάδων. Να θαυμάζουμε τις όμορφες μουσικές συνθέσεις και τα ξεχωριστά τραγούδια, κι ύστερα να τρέχουμε από πίσω αγκομαχώντας, για να αποδώσουμε σε λόγο αυτά που εκ φύσεως δεν μπορούν να εκφραστούν μ’ αυτόν τον τρόπο. Απλά, να πω το εξής, με αφορμή ένα δίστιχο του τραγουδιού (δεν κρατιέμαι!): Όταν ψαρεύεις τον εαυτό σου, πρέπει να προσέξεις τι δόλωμα θα χρησιμοποιήσεις, αλλά και να είσαι προετοιμασμένος για το ότι το ψάρι που ενδεχομένως θα πιάσεις μπορεί να αποδειχθεί τελείως, μα τελείως, διαφορετικό από αυτό που, ίσως, περίμενες…
196. Λατέρνα
Σύνθεση: Στέφανος Κορκολής
Ερμηνεία: Στέφανος Κορκολής
Στίχος: Πάνος Φαλάρας-Βαγγέλης Κωνσταντινίδης
Άλμπουμ: Με τη φωνή του φεγγαριού
1992
Μέσα στον ορυμαγδό του κιτς που, κατά βάση, κυριάρχησε στην ελληνική ποπ μουσική από τη δεκαετία του 1980 και ύστερα (στις μέρες μας, δε, η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο με την καθολική επικράτηση του σκυλοπόπ να έχει κατορθώσει το ακατόρθωτο: να βυθίζει διαρκώς σε νέα ιστορικά χαμηλά, ξεπερνώντας ακόμα και τις πρόσφατες αρνητικές επιδόσεις του… Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών, την ποιότητα της ελληνικής ποπ, και όχι μόνο, μουσικής), υπάρχουν και μερικά, ελάχιστα, τραγούδια, τα οποία, χαρακτηριζόμενα από μια ειλικρινή παιδικότητα, αθωότητα και ρομαντισμό, ξεχωρίζουν από το γενικότερο σκουπιδοσωρό και με κάνουν να συγκινούμαι κάθε φορά που τα ακούω. Η «Λατέρνα» είναι ένα από αυτά τα τραγούδια της κατηγορίας αυτής και συμβολίζει για εμένα μια εποχή (στην πρώιμη εφηβεία βρισκόμουν τότε) κατά την οποία υπήρχαν ακόμη κάποιες μικρές εστίες «ρομαντικής» αντίστασης στον χονδροειδή κυνισμό, την ξετσιπωσιά και την ασυδοσία, που είχαν, ήδη από τότε, πάρει το πάνω χέρι για τα καλά στην Ελλάδα (και συνεχίζουν, φυσικά, ακόμα να το διατηρούν), μέχρι να τις ξεκάνει κι αυτές, δυστυχώς, η κουλτούρα του λάιφ-στάιλ. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι έπαψαν να υφίστανται ο καλώς εννοούμενος «ρομαντισμός» (τη βάζω σε εισαγωγικά, γιατί είναι λίγο περίεργα χρωματισμένη αυτή η έννοια) και οι ποικίλες εστίες αντίστασης στην γενικότερη ισοπέδωση, η οποία συνεχίζει να προελαύνει. Απλά, μεταλλάχθηκαν και πήραν άλλες μορφές…
195. Τ’ ανείπωτα
Σύνθεση: Δημήτρης Ζερβουδάκης
Ερμηνεία: Δημήτρης Ζερβουδάκης
Στίχος: Δημήτρης Ζερβουδάκης
Άλμπουμ: Στα χαμηλά και στα ψηλά
2006
Θεωρώ ότι ο Ζερβουδάκης είναι ένας από τους πλέον αδικημένους τραγουδοποιούς της γενιάς του. Με αξιοζήλευτη συνέπεια, παράγει άλμπουμ, που το λιγότερο που μπορείς να τα χαρακτηρίσεις είναι αξιοπρεπή, τα τελευταία 25 χρόνια. Ίσως τα τραγούδια του δεν είναι αυτά που θα σε τρελάνουν και θα σε κάνουν να θες να τον ακούς φανατικά και non-stop (που λένε και στο χωριό μου), ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν μπορείς να τα προσπεράσεις αδιάφορα, υπό την προϋπόθεση, βέβαια ότι διαθέτεις και ένα μίνιμουμ επίπεδο καλαισθησίας (χμμμ…. Ας μην πω αυτό που σκέφτομαι, ήδη αρκετοί φίλοι μου προσάπτουν το χαρακτηρισμό του κυνικού και ελιτιστή…). Πρώτη φορά άκουσα περί Ζερβουδάκη από την κοπέλα που μου έκανε ιδιαίτερα μαθήματα στα γαλλικά στο γυμνάσιο και λύκειο. Εκείνη την περίοδο, τον είχα ακούσει και σε μια συναυλία, στο θρυλικό «Ελ Πάσο» της Καλλιθέας, όπου έκανε σαπόρτ στον Παπακωνσταντίνου (τον Βασίλη), αλλά δεν μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Ωστόσο, πολλά χρόνια μετά, όταν έτυχε να τον ξανακούσω είχα αποκτήσει καινούρια.. αυτιά και, έτσι, επιτέλους τον εκτίμησα. Το τραγούδι του αυτό αναφέρεται σε πράγματα «ανείπωτα» και σε «σιωπές», από τις οποίες αναμένουμε να γεννηθεί κάτι διαφορετικό. Όπως θα δείτε και στη συνέχεια, το μοτίβο αυτό είναι ένα από εκείνα που διατρέχουν τη λίστα μου, και αυτό το γεγονός, φυσικά, κάθε άλλο παρά συμπτωματικό είναι…
194. Εξομολόγηση
Σύνθεση: Ριφιφί
Ερμηνεία: Ριφιφί
Στίχος: Ριφιφί
Άλμπουμ: Απάτη
1993
Γυμνάσιο… Εφηβικά πάρτι… Τα πρώτα μπλουζ… Φοβάμαι να έρθω να χορέψω πολύ κοντά σου, φοβάμαι ότι θα αισθανθείς ότι η καρδιά μου (και κάτι άλλο) κοντεύουν να σπάσουν (βασικά, αυτό το… άλλο είναι που με απασχολεί περισσότερο)…. Από το στερεοφωνικό, μας σιγοντάρουν οι Guns n’ Roses, οι Bon Jovi, ο Bryan ο Adams, οι Scorpions (πολύ πριν αρχίσουν να κάνουν το γύρο των πανηγυριών της ελληνικής επικράτειας) και οι Def Leppard. Ξαφνικά, κάποιος αλλάζει την κασέτα (ναι, ούτε καν η χρήση των CDs δεν είχε γενικευτεί τότε, μιλάμε για προϊστορικές περιόδους) και ένα άγνωστο σε μένα τραγούδι αρχίζει να παίζει. «Μια καλή ελληνική power ballad (ναι ναι έτσι το λέγανε και οι Αρβανίτες πρόγονοί μου στο χωριό κι εγώ είμαι παιδί των παραδόσεων), εντυπωσιακό», σκέφτομαι! Πριν προλάβω να εντυπωσιαστώ πάρα πολύ εσύ με σηκώνεις να χορέψουμε πάλι. «Δε θέλω άλλες ντροπές», μου λες με τη γλώσσα του σώματος σου και με ένα χαμόγελο. Εγώ καταλαβαίνω και σε αγκαλιάζω, σφίγγοντάς σε πάνω μου. Αχ… αυτή η μυρωδιά σου, αυτή η αίσθηση της γυμνής σου πλάτης πάνω στα τρεμάμενα δάχτυλα μου… Προς το τέλος του τραγουδιού σταματάς να χορεύεις, ξεπλέκεις με απαλές κινήσεις τα χέρια μου πίσω από την πλάτη μου, και τα εναποθέτεις στους ώμους μου, και, αφού με κοιτάς κατάματα για 2-3 δευτερόλεπτα, μου σκας ένα πεταχτό φιλί στο στόμα… Επόμενη σκηνή: Αργά το βράδυ, είμαι κουκουλωμένος κάτω από το πάπλωμά μου και, με σάουντρακ την «Εξομολόγηση» μέσα στο κεφάλι μου, ζω την υπέρτατη ευτυχία… Και την ξαναζώ… Και την ξαναζώ… Και την ξαναζώ…
193. Στη ντισκοτέκ
Σύνθεση: Ημισκούμπρια
Ερμηνεία: Ημισκούμπρια-Ελπίδα
Στίχος: Ημισκούμπρια
Άλμπουμ: Ο δίσκος που διαφημίζεται
1997
Those were the days, my friend… Αρχικά, έλεγα να σας κάνω μια μίνι διάλεξη περί δεύτερου νόμου θερμοδυναμικής και εντροπίας, επ’ αφορμή του συγκεκριμένου άσματος, αλλά μετά σας λυπήθηκα. Όχι ότι τη γλιτώσατε εντελώς, βέβαια, μπορεί να επανέλθω αργότερα, ίδωμεν… Τι λέγαμε; Α, ναι! Όλοι μας θυμόμαστε εκείνη τη χρυσή εποχή των ‘80s, έτσι δεν είναι; Πηγαίναμε στο σχολείο με τα μηχανάκια μας, τα καυτά σορτσάκια μας, τα λαχούρια μας και τις περμανάντ μας, κάναμε χαβαλέ ή / και ερωτοτροπούσαμε με τη Σοφία, την Καίτη, τον Σταμάτη, τον Πάνο, τον Μπίλλια (λέμε τώρα!), τσαμπουκαλευόμασταν με τα ρεμάλια του από κει σχολείου και τα τσακάλια της αντίπαλης συμμορίας, τη λέγαμε στους γέρους μας όταν πήγαιναν να μας τη βγουν στο έτσι (ναούμε!), στήναμε τους ολοδικούς μας πειρατικούς ραδιοσταθμούς… Τι τέλεια, τι αθωότητα, τι ομορφιά! Και, όπως και να είχε, όποια και να ήταν η περίσταση, κάθε βράδυ κατακλύζαμε τη Barbarella και χορεύαμε Big in Japan και Electricity κάτω από τη ντισκομπάλα σαν να μην υπήρχε αύριο! Και ύστερα ήρθαν τα ‘90s (=μεγαλώσαμε)… Και τώρα τριγυρνώ σαν τον χαμένο στα τρισάθλια Privilege και στα La Mamounia, και ψάχνω να βρω εσένα που μου λείπεις τόοοσο πολύ… Η αναζήτησή μου είναι μάταιη, το ξέρω κατά βάθος, αλλά εγώ επιμένω… Ναι, αν δεν το κατάλαβες ήδη, εσένα ψάχνω, χαμένη μου νιότη… Φευ, ο χρόνος είναι αμείλικτος, όμως… Ή μήπως δεν είναι;;;
192. Δείξε μου τον τρόπο
Σύνθεση: Ζακ Στεφάνου
Ερμηνεία: Ζακ Στεφάνου
Στίχος: Ζακ Στεφάνου
Άλμπουμ: Δραπέτες στο διάστημα
2003
«…Είμαι τόσο γλυκούλης, ευαίσθητος και ευάλωτος… Γιατί δε με θες; Πες μου τι δεν κάνω σωστά, πες μου τι θέλεις από μένα κι εγώ θα το κάνω, γιατί εγώ, να ξέρεις, είμαι διατεθειμένος να κάνω το οτιδήποτε μου ζητήσεις, ναι, ναι, μη γελάς, δεν υπερβάλλω! Όχι, μην παίρνεις αυτό το λυπημένο και αμήχανο ύφος και μην κάνεις αυτήν την εισαγωγή, μη λες ότι είμαι «ειλικρινά» πολύ καλό και ξεχωριστό παιδί, γιατί ξέρω με μαθηματική ακρίβεια ποιες είναι οι επόμενες λέξεις που θα ξεστομίσεις. Όχι! Μην πεις ότι «δε με βλέπεις έτσι», μην το πεις, δεν θέλω ποτέ ξανά να ακούσω αυτές τις 4 λέξεις στη ζωή μου! Με διαλύεις, να το ξέρεις, εγώ είχα επενδύσει όλη μου την ύπαρξη στο «ναι» σου, κι εσύ… Σε παρακαλώ, μην επαναλαμβάνεις το κλισέ περί «καλλιέργειας ψεύτικων ελπίδων», εμένα, αυτές οι ελπίδες που είχα για σένα με κρατούσαν. Αν σου πω ότι θέλω να γίνεις η μητέρα των παιδιών μου, θα αλλάξει κάτι; Αν σου πω ότι θα πάω να καλογερέψω στο Άγιον Όρος αν επιμείνεις στο χυλοπίτιασμά μου; Τίποτα, ε;… Καλά, ίσως πρέπει να φύγω, τότε… Άστο, να μου λείπει η συμπόνια σου, δεν μπορείς να μου χρυσώσεις το χάπι με τίποτα! Και στην τελική, ποια νομίζεις πως είσαι, πώς την έχεις δει, μας λες; Ε, αφού απαξιείς εσύ η «θεά» να ασχοληθείς με εμάς τους απλούς «θνητούς», τότε… στο καλό και να μας γράφεις! Ούτε φίλοι, ούτε καριοφίλι, ούτε τίποτα! Πήγαινε να βρεις κανέναν ουγκ να κάνετε χωριό και άσε μας εμάς στην ησυχία και στο βουβό, πλην αξιοπρεπή πόνο μας! Άιντε από κει χάμω! Φεύγω!… (Αχ, και να έτρεχες με αναφιλητά πίσω μου, εκλιπαρώντας με να γυρίσω και απολογούμενη για τη στενοκεφαλιά σου! Σ’ αγαπάω, μ’ ακούς;;; Για να γυρίσω με τρόπο να δω αν είσαι ακόμα εκεί… Έφυγες! Δεν το πιστεύω! Εγώ όμως φταίω, εγώ που σου έδωσα τόση σημασία και σε ανέβασα στον έβδομο ουρανό! Τσόκαρο! Ουστ!… Κλαψ! Μα, ποιόν κοροιδεύω; Τι θα κάνω χωρίς εσένα; Είσαι μοναδική, στον κόσμο όλο άλλη σαν κι εσένα δεν υπάρχει. Η ζωή μου δεν έχει νόημα αν δεν… Ώπα! Τί μωρό είναι αυτό εδώ! Και… και με κοίταξε! Και μου χαμογέλασε! Αμάν…! Ε, φαντάζομαι μπορώ να δώσω άλλη μια ευκαιρία στον εαυτό μου πριν τον στείλω πακέτο στη Μονή Εσφιγμένου…!).»
191. Σταγόνες στο γιαλό
Σύνθεση: Αλκίνοος Ιωαννίδης
Ερμηνεία: Αλκίνοος Ιωαννίδης
Στίχος: Αλκίνοος Ιωαννίδης
Άλμπουμ: Ο δρόμος, ο χρόνος και ο πόνος
1997
Ο Αλκίνοος μου είναι συμπαθής, δεν μπορώ να πω. Ωστόσο, τα τραγούδια του… δεν ξέρω βρε παιδί μου… άλλοτε μου αρέσουν και μου βγάζουν αυθεντικό συναίσθημα, άλλοτε δεν μου αρέσουν και μου φαίνονται υπερβολικά γλυκανάλατα… Πάντως, το συγκεκριμένο είναι, κατ’ εμέ το καλύτερο του κομμάτι ever (ζητώ συγνώμη και πάλι και την κατανόησή σας, αλλά δεν μπορώ να το σταματήσω, τα αρβανίτικα μου βγαίνουν αβίαστα…). Αυτό που λέει ο Αλκίνοος εδώ, μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: «Ως δυο σταγόνες στο γιαλό θα ξεκινήσουμε σ΄αυτό το Σύμπαν, ως δυο σταγόνες στο γιαλό θα τελειώσουμε. Όμως, αυτό που ζήσαμε / ζούμε / θα ζήσουμε / θα έχουμε ζήσει μαζί (καταργούμε το χρόνο) θα νοηματοδοτήσει και θα φωτίσει όχι μόνο τις ζωές των δυο μας, αλλά και όλο το Σύμπαν. Γιατί χωρίς εμάς τους δυο, δεν έχουν νόημα (=δεν υπάρχουν) οι άλλες σταγόνες, ο γιαλός, ο κόσμος όλος, μέσα από εμάς τους δύο γεννιούνται όλα αυτά κι επάνω σε εμάς τους δύο καθρεφτίζονται αιώνια…»
190. Πώς ερωτεύεται
Σύνθεση: Βασίλης Καζούλης
Ερμηνεία: Βασίλης Καζούλης
Στίχος: Βασίλης Καζούλης
Άλμπουμ: Ραντεβού στην Εθνική
2002
Παμμέγιστε βάρδε της ερωτικής απογοήτευσης, Βασίλη Καζούλη! Έχεις κάνει πολλές επιτυχημένες απόπειρες να περιγράψεις το ξετύλιγμα του κουβαριού εκείνης της τυπικής ερωτικής σχέσης, η οποία ξεκινάει τόσο πολλά υποσχόμενη (τουλάχιστον στα μάτια του ενός εκ των δύο μερών της) και καταλήγει άδοξα και με τον έναν εκ των δύο μερών (συνήθως, εκείνον με τις τεράστιες προσδοκίες) να κυλιέται στα μωσαϊκά. Το τραγουδάκι αυτό, όμως, αποτελεί την κορωνίδα των επιτευγμάτων σου, ασυζητητί. Καλύτερα δεν θα μπορούσες να τα είχες πει! Και έχοντας βρεθεί κανά 2 φορές σε ανάλογη κατάσταση με αυτήν που με τόση μαεστρία αφηγείσαι, μπορώ να ομολογήσω ότι συγκινούμαι κάθε φορά που σε ακούω, με την χαρακτηριστική σου φωνή, να επαναλαμβάνεις στην κορύφωση του τραγουδιού: «…Και έρχεται μια στιγμή που δεν την νοιάζει… Δεν σου χαμογελάει, δεν σε κοιτάζει…».
189. Στέλλα
Σύνθεση: Γιάννης Ζουγανέλης
Ερμηνεία: Βασίλης Παπακωνσταντίνου
Στίχος: Γιώργος Οικονομέας
Άλμπουμ: Φοβάμαι
1982
Καλοί-χρυσοί οι στίχοι, καλή-χρυσή η ερμηνεία, αλλά, κατά τη γνώμη μου, αυτό που κάνει τη διαφορά στο τραγούδι αυτό και το έχει αναδείξει ως ένα από τα πιο γνωστά και αγαπημένα κομμάτια της τελευταίας 30ετίας, είναι η μουσική του Ζουγανέλη. Ως συνήθως, δυσκολεύομαι να βρω τις κατάλληλες λέξεις για να το περιγράψω (για να επιστρέψουμε και πάλι στο, θεμελιώδες, πρόβλημα της υστέρησης του γραπτού λόγου έναντι των άλλων μορφών καλλιτεχνικής έκφρασης, στο οποίο αναφέρθηκα και πιο πάνω), ωστόσο θα το προσπαθήσω και θα πω ότι η μελωδία της «Στέλλας» κατορθώνει, χωρίς να είναι απίστευτα εξεζητημένη, να σου περάσει με τρόπο μοναδικό αυτό το περίφημο συναίσθημα της «γλυκιάς μελαγχολίας», το οποίο τόσο πολύ αγαπούν οι Έλληνες και όλοι οι Μεσόγειοι, γενικά. Είναι, αναμφίβολα, και θέμα κουλτούρας η μουσική: ένας Αγγλοσάξωνας δεν θα μπορούσε να έχει συνθέσει τη μουσική για τη «Στέλλα», και, πιθανόν, δεν θα την εκτιμούσε ιδιαίτερα. Ένας Ισπανός ή (ακόμα περισσότερο) ένας Ιταλός, όμως; Είμαι σίγουρος ότι στην αντίστοιχη λίστα με τα 200 καλύτερα ιταλικά τραγούδια των τελευταίων 100 ετών θα υπήρχαν πολλές «Στέλλες». Sono tante le stelle del Mediterraneo…
188. Κάποτε θα’ ρθουν
Σύνθεση: Μίκης Θεοδωράκης
Ερμηνεία: Παύλος Σιδηρόπουλος
Στίχος: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Άλμπουμ: Ο Ασυμβίβαστος
1979
Αν στο προηγούμενο τραγούδι το δυνατό στοιχείο ήταν η μουσική, εδώ, αναμφίβολα, είναι ο στίχος. Αυτό δεν είναι, όμως, και τόσο εμφανές. Σε πρώτο επίπεδο, ο στίχος χαρακτηρίζεται από μια γενναία δόση διδακτισμού και κοινοτοπίας, ωστόσο, σε δεύτερο επίπεδο, εγώ, τουλάχιστον, νιώθω σαν να ακούω την απαγγελία μιας μυθολογικής προφητείας η οποία αναφέρεται σε επικείμενα γεγονότα κοσμογονικής σημασίας. Υπερβάλλω λίγο, ε; Μπορεί… Δεν ξέρω, ίσως το τραγούδι αυτό να αφορά, υποσυνείδητα, την αγωνία μιας γενιάς για την επόμενη που έρχεται και τις ενοχές που αυτή (η προηγούμενη, δηλαδή) γενιά κουβαλάει. Πότε γράφτηκε το τραγούδι; 1979… Μμμ.. τι λέτε, είχαν, τελικά, βάση αυτή η αγωνία και αυτές οι ενοχές; Πάντως, το μήνυμα της κατακλείδας του τραγουδιού είναι σαφές και κυριολεκτικό, ανεξαρτήτως του τι ακριβώς, κατά τα λοιπά, μπορεί να είχε στο μυαλό του ο στιχουργός: «Αν γλιτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα». Έστω κι ένα παιδί…
187. Αγάπη του καλοκαιριού
Σύνθεση: Γιώργος Σαρρής
Ερμηνεία: Ζιγκ Ζαγκ
Στίχος: Δημήτρης Τσακαλίας-Γιώργος Σαρρής
Άλμπουμ: Γεια χαρά
1989
Η αγάπη του καλοκαιριού έρχεται από το πουθενά και επιστρέφει στο πουθενά… Η αγάπη του καλοκαιριού δεν υπόσχεται τίποτα παραπάνω από αυτό που μπορεί να δώσει… Η αγάπη του καλοκαιριού βάζει στη θέση τους όλες τις κοινωνικές συμβάσεις με μια αφοπλιστική, παιδική αυθάδεια… Η αγάπη του καλοκαιριού τρέφεται και μεστώνει από το ελληνικό φως, και ο φυσικός της βιότοπος είναι τα ελληνικά νησιά… Η αγάπη του καλοκαιριού ρουφάει το τώρα με απληστία… Η αγάπη του καλοκαιριού σε κάνει να κλαις από ευτυχία… Η αγάπη του καλοκαιριού κλιμακώνεται σε ένα όργιο, μια πανδαισία ζωής και ανατινάσσεται τη στιγμή της κορύφωσής της, σαν τα τελευταία πυροτεχνήματα του Αυγούστου… Η αγάπη του καλοκαιριού θυμίζει, σε όσους το έχουν ξεχάσει, την αξία του να ζεις… Η αγάπη του καλοκαιριού έρχεται από το πάντοτε και επιστρέφει στο πάντοτε…
186. Κανείς εδώ δεν τραγουδά
Σύνθεση: Νίκος Παπάζογλου
Ερμηνεία: Νίκος Παπάζογλου
Στίχος: Τάκης Σιμώτας
Άλμπουμ: Η εκδίκηση της γυφτιάς
1978
Η «Εκδίκηση της Γυφτιάς» είναι, ομολογουμένως, ένας δίσκος ορόσημο, που υπήρξε καταλυτικός για την εξέλιξη του ελληνικού τραγουδιού των τελευταίων 30 ετών. Κυκλοφόρησε σε μια εποχή κατά την οποία το πολιτικό τραγούδι, με μπροστάρη τον Θεοδωράκη, κυριαρχούσε σχεδόν απόλυτα (με λίγες εξαιρέσεις, όπως του «συνεπή αιρετικού» Χατζιδάκι και λιγοστών άλλων, λιγότερο ή περισσότερο, περιθωριακών καλλιτεχνών), και ξένισε αρκετά, προκαλώντας πληθώρα αντιδράσεων από τους «φύλακες» του καθωσπρεπισμού και της πολιτικής ορθότητας της εποχής. Αυτό το οποίο έκανε το τρίο Ξυδάκη-Ρασούλη-Παπάζογλου (που ήρθαν στο προσκήνιο με τον δίσκο αυτό και, έκτοτε, όλοι τους διέγραψαν αξιοσημείωτη πορεία) είναι ότι πήρε την υπάρχουσα φόρμα του, αρκετά απαξιωμένου τότε, λαϊκού τραγουδιού της δεκαετίας του ‘60 και την αναβάπτισε στην κολυμβήθρα μιας εντελώς νέας αισθητικής αντίληψης, δημιουργώντας, ουσιαστικά, ένα νέο είδος ελληνικού τραγουδιού, το λεγόμενο «λαϊκό έντεχνο». Οι 3 πυλώνες του, αληθινά, επαναστατικού αυτού δίσκου ήταν, σαφώς, η πρωτοπόρος μουσική «πρόταση» των Ξυδάκη-Παπάζογλου, ο απροσδόκητος και κάθε άλλο παρά ανώδυνος στίχος του Ρασούλη και, φυσικά, η φωνή του Νίκου Παπάζογλου, σήμα κατατεθέν, αδιαμφισβήτητα, της σύγχρονης ελληνικής μουσικής παράδοσης. (Κάτι πρέπει να συνέβη εκείνη τη συγκεκριμένη χρονιά (1978) πάντως, καθώς και άλλοι δύο «ιδιαίτεροι» δίσκοι, που ξέφευγαν από την μουσική πεπατημένη της Μεταπολίτευσης, κυκλοφόρησαν: «Φλου» και «Είμαι ένας φτωχός και μόνος κάουμποϋ»). Το highlight του δίσκου κατ’ εμέ, είναι το «Κανείς εδώ δεν τραγουδά», ένα instant classic κομμάτι (είδατε, βρε παιδιά μου, άμα είσαι μεγαλωμένος στη Μάντρα, σου βγαίνει αβίαστα το αρβανίτικο!) και ξεκάθαρα διαχρονικό, το οποίο, κακά τα ψέματα, με την αμεσότητά του (ακολουθεί φράση-κλισεδάκι, που εδώ, όμως, ισχύει) αγγίζει την ψυχή του Έλληνα. Ποιος από εμάς δεν έχει σιγοτραγουδήσει (ακολουθεί ωραίο οξύμωρο): «Κανείς εδώ δεν τραγουδά…»;
185. Αερικό
Σύνθεση: Παύλος Παυλίδης
Ερμηνεία: Παύλος Παυλίδης και B-Movies
Στίχος: Παύλος Παυλίδης
Άλμπουμ: Άλλη μια μέρα
2006
Σαφώς και υπάρχει ζωή μετά τα «Ξύλινα Σπαθιά» για τον άνθρωπο, του οποίου την φωνή εμείς, της γενιάς μου, έχουμε συνδέσει, αδιάρρηκτα, με την εφηβεία μας, στα αμήχανα και αλαζονικά ‘90s. Και το τραγούδι αυτό είναι μία απόδειξη του παραπάνω ισχυρισμού μου. Εντάξει, ο στίχος του «Αερικού» παίζει λιγουλάκι με τα όρια του (κατά πως λέτε κι εσείς οι νεανίες) «ό, τι νάναι», αλλά η ταξιδιάρικη μελωδία του, που θυμίζει ορισμένες από τις καλύτερες στιγμές των «Σπαθιών», αρμονικά συνδυασμένη με την «Παυλίδειο» χροιά φωνής, φτάνει και περισσεύει για να το κατατάξει στην 185η θέση της λίστας μου.
184. Απ ‘το αεροπλάνο
Σύνθεση: Κώστας Χατζής
Ερμηνεία: Κώστας Χατζής
Στίχος: Σώτια Τσώτου
Άλμπουμ: Ουαί
1973
Πάντοτε μου την έδιναν αυτοί που λένε: «Όταν όλα σου πάνε κατά διαόλου, πάντοτε υπάρχει περιθώριο να σου πάνε ακόμα χειρότερα». Ναι, ίσως επειδή, πολύ συχνά, έχουν δίκο. Πάντως, να ξέρετε, εγώ είμαι της άποψης ότι δεν πρέπει να το βάζουμε κάτω εκείνες τις ημέρες, εβδομάδες, μήνες ή, γενικότερα, περιόδους, όταν νιώθουμε λες και μας έχει φτύσει όλο το Σύμπαν. Μαζί μου συμφωνεί και το πολύ ωραίο αυτό τραγουδάκι, το οποίο μας λέει πως το κλειδί για να τα καταφέρουμε να πάρουμε τα πάνω μας είναι να μεταβάλουμε, έστω προσωρινά, τον τρόπο και την γωνία θέασης μας της πραγματικότητας. Ας ανέβουμε κάπου «ψηλά» (κυριολεκτικά και μεταφορικά) για να κοιτάξουμε από εκεί και να αποπειραθούμε να δούμε τη μεγάλη εικόνα, ώστε να μπορέσουμε να διαπιστώσουμε τι πραγματικά έχει και τι δεν έχει αξία και, κυρίως, τι σημαντικά πράγματα μας διαφεύγουν. Αν το κάνουμε, ίσως μετά να είμαστε έτοιμοι για μια φρέσκια αρχή. Κοιτάξτε, στην τελική, όσοι νιώθετε ότι, κατά καιρούς, βρίσκεστε σε τέτοιο λούκι, δοκιμάστε το. Τι έχετε να χάσετε; Και κάτι ακόμα για το «Αεροπλάνο»: Μοναδική, χαρακτηριστική ερμηνεία από τον Κώστα Χατζή, που αγαπάμε, τόσο πολύ, να μιμούμαστε: «Όνταν γκοιντάς αμπό μπζηλάαα»!
183. Αρμίδα (Το πειρατικό του κάπτεν Τζίμη)
Σύνθεση: Θάνος Μικρούτσικος
Ερμηνεία: Γιάννης Κούτρας
Στίχος: Νίκος Καββαδίας
Άλμπουμ: Ο Σταυρός του Νότου
1979
Θα είμαι πάντοτε πάρα πολύ ευγνώμων στον Θάνο Μικρούτσικο για τη μελοποίηση του των ποιημάτων του Καββαδία, στον «Σταυρό του Νότου» και στις «Γραμμές των Οριζόντων». Πήρε το έργο ενός από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές του 20ου αιώνα, κατά τη γνώμη μου, και όχι απλά το ανέδειξε σε ένα πολύ ευρύ κοινό, αλλά το μετουσίωσε σε ένα απαράμιλλο έργο τέχνης, ένα μοναδικό έπος της ζωής στη θάλασσα, της ζωής των ναυτικών. Τώρα, άμα έχετε μπαρκάρει στο πειρατικό του Κάπτεν Τζίμη (όπως έχει κάνει πολλάκις ο γράφων) και κατά τη διάρκεια των, απαραιτήτως, περιπετειωδών ταξιδιών του έχετε διασχίσει τη θάλασσα των Σαργασσών, το τρίγωνο των Βερμούδων, το Βορειοανατολικό Πέρασμα και το Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας, έχετε κυνηγηθεί από ιθαγενείς στη Νήσο των Χριστουγέννων, έχετε ξιφομαχήσει στα κακόφημα σοκάκια της Σάντα Μάρτα με τον Σπανιόλο κυνηγό κεφαλών (κυριολεκτικά!) πειρατών Εουφέμιο Ντελγκάδο, έχετε απολαύσει νύχτες απερίγραπτης ακολασίας με τα… όμορφα κορίτσια της Σαγκάης, τότε γνωρίζετε πολύ καλά γιατί το τραγούδι αυτό έχει συμπεριληφθεί στη λίστα μου. Για όσους από εσάς, τώρα, αναρωτιέστε πως μπορείτε κι εσείς να μπαρκάρετε σε κάποιο «πειρατικό» και να ζήσετε από πρώτο χέρι εμπειρίες όπως οι παραπάνω και ακόμα περισσότερες και καλύτερες, τότε μία λύση, που έχω να σας προτείνω, είναι να καπνίσετε… τόνους από το προϊόν που εμπορεύεται ο Κάπτεν Τζίμης. Μία άλλη λύση είναι να αφήσετε την φαντασία σας ελεύθερη να σας υπαγορεύσει εκείνη τον τρόπο. Μμμμ… λίγο δύσκολο αυτό το δεύτερο, ε; Τότε, δεν σας μένει παρά να επιχειρήσετε να έρθετε σε επαφή με την Αρμίδα, τη γνωστή Σαρακήνισσα μάγισσα και μεγαλομέτοχο της Captain Jimmy Shipping & Trading SA. Τί, που θα τη βρείτε; Μην ανησυχείτε, θα σας δώσω εγώ τη διεύθυνση του μαγεμένου της κήπου: Είναι Κίρκης 112 & Οδυσσέως γωνία, στην αρχαία Καρχηδόνα, πλησίον του αγάλματος του Αννίβα, στην κεντρική αγορά της πόλης. Άντε, τι κάθεστε;;;
182. Το δωμάτιο
Σύνθεση: Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας
Ερμηνεία: Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας
Στίχος: Λένα Παππά
Άλμπουμ: Της αγάπης μαχαιριά
1994
Πού βρίσκεται αυτό το κλειστό δωμάτιο, μέσα στο οποίο εμπεριέχονται όλοι οι κόσμοι που υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρξουν, είτε πραγματικοί είτε φανταστικοί, και πως αποκτά κάποιος πρόσβαση σε αυτό; Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι εύκολη: το κλειστό δωμάτιο, που είναι διαφορετικό για τον καθένα μας, βρίσκεται μέσα στο κεφάλι μας. Το δύσκολο είναι, βέβαια, το δεύτερο ερώτημα. Και θα έλεγα ότι όλη η ιστορία του μυστικισμού και της λεγόμενης «εσωτερικής» φιλοσοφίας περιστρέφεται γύρω από τθς διάφορες προσπάθειες διερεύνησης αυτού, ακριβώς, του ερωτήματος και εύρεσης μιας απάντησης σε αυτό. Ρωτάτε αν έχουν κοινό παρονομαστή, ή αν έχουν καταλήξει σε κάποιο κοινό συμπέρασμα, όλες αυτές οι προσπάθειες; Νομίζω ότι, αν οπωσδήποτε έπρεπε να πούμε κάτι, αυτό θα ήταν και πάλι (βλ. και κείμενο σε προηγούμενο τραγούδι της λίστας) ότι για να ξεκλειδώσεις το (ολοδικό σου, ξαναλέω) κλειστό δωμάτιο απαιτείται διεύρυνση της συνείδησης και μια θεμελιώδης αλλαγή στον τρόπο αντίληψης της πραγματικότητας (και πιο συγκεκριμένα η απόκτηση μεγαλύτερης «πλαστικότητας» στον τρόπο χρήσης του εγκεφάλου). Και αν τα παραπάνω σας φαίνονται πολύ νεφελώδη, και αν, ακόμα, σκέφτεστε ότι πρέπει να κατέχω διδακτορικό στη μπουρδολογία, τι να σας πω… σας κατανοώ…
181. Σκόνη, πέτρες, λάσπη
Σύνθεση: Εξαδάκτυλος
Ερμηνεία: Δημήτρης Πουλικάκος & Εξαδάκτυλος
Στίχος: Εξαδάκτυλος
Άλμπουμ: Μεταφοραί-εκδρομαί ο Μήτσος
1976
Αν μπορούσα να συνοψίσω σε 4 λέξεις το «Μεταφοραί-εκδρομαί ο Μήτσος», αυτές θα ήταν: αυθεντική ελληνική άντεργκραουντ καλτίλα. Κακά τα ψέματα, στην Ελλάδα δεν κυκλοφορούν και τόσο συχνά τέτοιοι δίσκοι (αναλογιστείτε, μάλιστα, και την χρονική συγκυρία κατά την οποία κυκλοφόρησε), οπότε, μόνο και μόνο τιμής ένεκεν, δεν γινόταν να μην συμπεριλάβω έστω ένα τραγούδι από αυτόν στη λίστα μου. Φυσικά, ένας άλλος λόγος που συμπεριλαμβάνω το συγκεκριμένο τραγούδι είναι ότι χωρίς τον Πουλικάκο η λίστα μου θα φάνταζε (στα δικά μου μάτια, τουλάχιστον) κολοβή. Θυμάμαι, τον Πουλικάκο τον πρωτογνώρισα από τον πρωταγωνιστικό του ρόλο σε μία από τις πρώτες σειρές της ιδιωτικής τηλεόρασης εν Ελλάδι, τους περίφημους, σουρεαλιστικούς και ανεπανάληπτους «Αυθαίρετους» και, παρότι ήμουν αρκετά μικρός, καταγοητεύτηκα από την παρακμιακή περσόνα του «χασοδίκη» Ανδρέα Χατζηγιώργη και από τον ηθοποιό που την ενσάρκωνε, φυσικά (τον «θείο Νώντα» αυτοπροσώπως!). Και όταν, αργότερα, άκουσα το «Μεταφοραί-εκδρομαί ο Μήτσος», το γλυκό ήρθε κι έδεσε…
180. Να χαθώ στα βήματά σου
Σύνθεση: Μπάμπης Στόκας
Ερμηνεία: Πυξ Λαξ
Στίχος: Μπάμπης Στόκας
Άλμπουμ: Παίξε παλιάτσο τα τραγούδια σου τελειώνουν
1997
Κάποιον Ιούλιο, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, μια πολυμελής αγουροξυπνημένη παρέα εφήβων βρισκόταν στο λιμάνι του Πειραιώς και ετοιμαζόταν να επιβιβαστεί στο πλοίο της γραμμής με προορισμό ένα γνωστό νησί του συμπλέγματος των Κυκλάδων. Ο νεαρός Α.Ε. (αγνώστων λοιπών στοιχείων) δεν σκεφτόταν τίποτε άλλο, δεν έβλεπε τίποτε άλλο, δεν άκουγε τίποτε άλλο, παρά μόνο τη νεαρά Ε.Ε. (αγνώστων λοιπών στοιχείων), μέλος της παρέας του, η οποία, όμως, μπορούμε να πούμε ότι δεν επεδείκνυε ανάλογο ενδιαφέρον για τον νεαρό Α.Ε. Ωστόσο, επεδείκνυε αυξημένο ενδιαφέρον για έναν άλλο νεαρό, τον Σ.Δ. (λοιπών αγνώστων στοιχείων), φίλο του Α.Ε. Τελικώς, η παρέα επιβιβάστηκε στο πλοίο, παρ’ ολίγον, βεβαίως, χωρίς τον Α.Ε., ο οποίος, ανταποκρινόμενος με παβλοφικά αντανακλαστικά σε μια επιθυμία της ύστατης στιγμής της Ε.Ε., έσπευσε να προμηθευθεί καφέ από κοντινό ταχυφαγείο, ριψοκινδυνεύοντας, όσο δεν πήγαινε, την έγκαιρη επιβίβασή του. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ο Α.Ε. καθόταν σε μια γωνιά, κάπως απομακρυσμένος από την υπόλοιπη παρέα, και άκουγε στο γουώκμαν του μια κασσέτα με τραγούδια των Πυξ-Λαξ, την οποία είχε φτιάξει για εκείνον η Ε.Ε. . Ο Α.Ε. δεν άκουγε, όμως, ολόκληρη την κασσέτα, παρά μόνο το πρώτο τραγούδι, το οποίο άκουγε κατ’ επανάληψιν, έχοντας φτάσει στο σημείο να απομνημονεύσει κάθε του λέξη και κάθε του νότα. Παράλληλα, παρακολουθούσε το φλερτ μεταξύ της Ε.Ε. και του Σ.Δ. να φουντώνει και, ως αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος, τον καταλάμβανε η απελπισία. Όταν, κάποια στιγμή, ο Α.Ε. βγήκε και περπάτησε στο κατάστρωμα για να πάρει λίγο αέρα, είδε την Ε.Ε. και τον Σ.Δ. να ερωτοτροπούν πλησίον της πλώρης του καραβιού. Χωρίς να πει το παραμικρό (και τι θα μπορούσε να πει, εξάλλου), ο Α.Ε. απομακρύνθηκε από αυτό το σημείο, έβγαλε την κασσέτα από το γουώκμαν και, έχοντας ζωγραφισμένο ένα κενό βλέμμα στο πρόσωπό του, την πέταξε στα βαθυγάλαζα νερά του Αιγαίου Πελάγους…
179. Ο ξερόλας
Σύνθεση: Νίκος Κυπουργός
Ερμηνεία: Νίκος Κυπουργός
Στίχος: Αγαθή Δημητρούκα
Άλμπουμ: Τα μυστικά του κήπου
2001
Όλη η μαγεία ενός καλού παραμυθιού, εγκιβωτισμένη μέσα σε ένα μικρό παιδικό τραγούδι. Δεν ξέρω για εσάς (μάλλον, δεν θα το γνωρίζετε καν το συγκεκριμένο τραγούδι οι περισσότεροι), αλλά εγώ όποτε τύχει να ακούσω τον «Ξερόλα», κλείνω τα μάτια και φαντάζομαι ότι βρίσκομαι στα περίχωρα του Σάιρ ή στο δάσος του Φάνγκορν ή στο Σκιστό Λαγκάδι ή στη Λάνκμαρ με τον Γκρίζο Γάτο και τον Φαφρντ ή ή ή… Ναι, ναι, ξέρω, φαντασία μου πλανεύτρα, αλλά αν δεν είχα και αυτήν την έσχατη απόδραση στη διάθεσή μου, θα είχα (απο)τρελαθεί πολύ καιρό τώρα. Και νομίζω, όχι μόνο εγώ, αλλά και πολλοί άλλοι. Τώρα, αν είστε από αυτούς τους ακραιφνείς σκληροπυρηνικούς ορθολογιστές / πραγματικούς / κυνικούς, που πιστεύουν ότι το να πλάθεις φανταστικούς κόσμους και να ζεις σε αυτούς είναι άνευ νοήματος και χάσιμο χρόνου, ανοίξτε και κανένα βιβλίο εκλαϊκευμένης επιστήμης και διαβάστε περί του κύριου επιστημονικού-φιλοσοφικού-υπαρξιακού συμπεράσματος της κβαντικής φυσικής: Ο παρατηρητής διαμορφώνει την πραγματικότητα. Απίστευτα απλό, αλλά και τόσο δύσκολο να το κατανοήσει ο οποιοσδήποτε (εμού μη εξαιρουμένου). Τι είπατε; Η κβαντική φυσική ισχύει μόνο στον μικρόκοσμο; Ας καγχάσω: Χο χο χο!
178. Πρωινό τσιγάρο
Σύνθεση: Νότης Μαυρουδής
Ερμηνεία: Χορωδία ομίλου Πατραϊκής μαντολινάτας και μικτής χορωδίας
Στίχος: Άλκης Αλκαίος
Άλμπουμ: Στην όχθη της καρδιάς μου
1984
Αχ, αυτά τα πρωινά, όταν ξυπνάς και, ανήμπορος να κάνεις το παραμικρό, στα πρόθυρα της κατάθλιψης, σκέφτεσαι εκείνη και μόνο εκείνη, και νιώθεις ότι η καρδιά σου, το μυαλό σου, ο σπλήνας σου και, γενικότερα, όλα τα ζωτικά σου όργανα, είναι στα πρόθυρα κηρύξεως πτώχευσης… Αφού παίρνεις τηλέφωνο στη δουλειά και δηλώνεις ασθένεια, διαπιστώνεις ότι έχεις μείνει από τσιγάρα. Goddamn! Θα βλαστημούσες περισσότερο, αλλά ούτε και γι’ αυτό σου έχει μείνει κουράγιο. Χωρίς να μπεις στον περιττό κόπο να ντυθείς, κατεβαίνεις με το μπουρνούζι και με τις πυτζάμες στο πλησιέστερο ψιλικατζίδικο. Ο ψιλικατζής σε κοιτάει λες και είσαι εξωγήινος που έχεις μόλις αποβιβαστεί από το σκάφος σου ερχόμενος από τον Άλφα του Κενταύρου, αλλά ένα δολοφονικό σου βλέμμα (κάτι μεταξύ Ντέρτι Χάρρυ και Αντόν Σιγκούρ) τον κάνει να μαζευτεί, όπως όπως. Έχεις ανάψει το πρώτο τσιγάρο, πριν ακόμα μπεις στο σπίτι σου. Θρονιάζεσαι στον καναπέ σου μέσα στο ημίφως και για απροσδιόριστη ώρα ατενίζεις το άπειρο, καπνίζοντας. Σε παίρνει ο ύπνος… Όταν ξυπνήσεις, είναι αργά: έχεις, ήδη, αυτοαναφλεγεί και απανθρακωθεί πλήρως από το τσιγάρο που ξέχασες αναμμένο…
177. Ασημένια σφήκα
Σύνθεση: Υπόγεια Ρεύματα
Ερμηνεία: Υπόγεια Ρεύματα
Στίχος: Υπόγεια Ρεύματα
Άλμπουμ: Παραλογές
1995
Ξέρεις πώς είναι να διαβάζεις στο σκοτάδι; ΞΕΡΕΙΣ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΖΕΙΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ; Ε; Το τραγούδι αυτό πάντοτε μου έβγαζε μια απίστευτη ένταση, μια οργή, έναν θυμό. Και νομίζω ότι, αν και δεν του φαίνεται και θα ακουστεί παράξενο αυτό που θα πω, το κύριο θέμα του είναι πάλι αυτή η περιβόητη «μία» (άλλο ένα μοτίβο που διατρέχει τη λίστα μου). Αχ αυτή η «μία»… Έκανα τα πάντα για εκείνη, της τα έδωσα όλα, μόχθησα, κόπιασα, της αφιέρωσα χρόνο, αίμα, ιδρώτα, κομμάτια της υπόστασής μου και εκείνη… απλά αδιαφορώντας, με πέταξε στο τέλος σαν μια τρίχα από το ζυμάρι. «Μα… είσαι σοβαρός», θα μου πείτε. «Είναι δυνατόν αυτό το συγκεκριμένο τραγούδι να έχει να κάνει με ερωτικές απογοητεύσεις και τέτοιες αηδίες»; Η γνώμη μου είναι πως ναι, έστω και εν (συνειδητή) αγνοία του δημιουργού του. Μωρή, ξέρεις πως είναι να δακρύζεις στα κρυφά;
176. Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί
Σύνθεση: Γιάννης Μαρκόπουλος
Ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης & Μαρία Δημητριάδη
Στίχος: Γιώργος Σκούρτης
Άλμπουμ: Διάλειμμα
1972
Μπορείτε να μου βρείτε καλύτερο τραγούδι έκφρασης συλλογικής αυτοκριτικής και ενοχών της ελληνικής κοινωνίας για την επταετία 1967-1974, και μάλιστα γραμμένο πριν ακόμα από το Πολυτεχνείο και την κατάρρευση της Χούντας, από το συγκεκριμένο; Μάλλον όχι, όσο κι αν το προσπαθήσετε. Πέραν της συσχέτισής του με αυτήν την συγκεκριμένη περίοδο, πάντως, οι ιδιαίτερες συνθήκες της οποίας αποτέλεσαν, προφανώς, το έναυσμα για τη δημιουργία του, το τραγούδι αυτό διαθέτει, αναμφίβολα, και μια διαχρονικότητα. Πόσες φορές, τόσο σε ατομικό επίπεδο όσο και σε επίπεδα μικρόκοσμου, κοινωνίας και ανθρωπότητας, δεν έχουμε, εμείς οι άνθρωποι, επιτρέψει, διά της ανοχής μας, δια του σφυρίζειν αδιαφόρως και δια του «εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάρτης», να μπουν στις, εκάστοτε και όλων των ειδών, «πόλεις» μας οι, εκάστοτε και όλων των ειδών, «οχτροί» με τυμπανοκρουσίες και ταρατατζούμ και να λεηλατούν, ποδηγετούν, διαλύουν, ισοπεδώνουν, εκμαυλίζουν, κονιορτοποιούν και άλλα τέτοια ωραία; Εκ των υστέρων βέβαια, και όταν έχουν εκδιωχθεί ή αποχωρήσει οι οχτροί, όλοι καταδικάζουμε, σιχτιρίζουμε και διατρανώνουμε το πόσο γενναίοι και ατρόμητοι αγωνιστές υπήρξαμε εναντίον τους και πόσο καταλυτική υπήρξε η συμβολή μας στην «τελική νίκη». Μια μέρα, βέβαια, μπορεί η «τελική νίκη» να ανήκει στον οχτρό και τότε… Αχ, βρε ανθρωπάκο, που θα έλεγε κι ο Βίλχελμ Ράιχ…
175. Γαλάζια μυστικά
Σύνθεση: Μανώλης Φάμελλος
Ερμηνεία: Μανώλης Φάμελλος και οι ποδηλάτες
Στίχος: Μανώλης Φάμελλος
Άλμπουμ: Στο πάρκο των σκύλων
1996
Έχετε, ίσως, ήδη αρχίσει να συνειδητοποιείτε πως, όσο προχωράει αυτή η λίστα, σας ανοίγομαι όλο και περισσότερο. Έτσι, λοιπόν, και με αφορμή αυτό το τραγουδάκι, θα σας περιγράψω μια σκηνή από μία από τις παράλληλες ζωές μου (Πώς;). Λοιπόν, το σωτήριον έτος 1997, μια Παρασκευή μεσημέρι στα τέλη Μαΐου, ο Ανδρέας Κ., ένας από εκείνους τους άλλους μου εαυτούς, 32 ετών, high-flier στέλεχος μεγάλης πολυεθνικής εταιρείας και μπασίστας σε συγκρότημα πανκ-ροκ, από τα σχολικά του ακόμα χρόνια, διέσχιζε με την πολυτελή Cabrio Porsche του (ναι, ναι, και Porschiκό) την παραλιακή λεωφόρο των Αθηνών, έχοντας φύγει αρκετά νωρίτερα από το γραφείο της οδού Κηφισίας, όπου στεγαζόταν η εταιρεία στην οποία, εκείνη την εποχή, εργαζόταν. Η θερμοκρασία ήταν ιδανική, ο ουρανός ανέφελος και ένα πολύ ευχάριστο δροσερό αεράκι χάιδευε την κόμη και τα μούσια του. Οι πρώτες πολύ χαρακτηριστικές νότες ενός, εσχάτως, πολύ αγαπημένου του τραγουδιού ξεχύθηκαν από το ράδιο-CD της Porsche και ο Ανδρέας, χαμογελώντας ικανοποιημένος, έβαλε τον ήχο στη διαπασών. Καθώς έστριψε στην παραλία της Γλυφάδας, είδε την Άννα να τον περιμένει έξω από την πολυκατοικία, όπου βρισκόταν το διαμέρισμά της. Φορούσε κόκκινο μπλουζάκι, άσπρη φούστα και τα γυαλιά ηλίου της που του άρεσαν, εκείνα με τον κόκκινο φακό. Του χαμογέλασε, μπήκε στο αμάξι και κάθισε δίπλα του. Κοιτάζονταν κατάματα επί ώρα, χαμογελώντας αχνά και κάπως αμήχανα (τα είχαν φτιάξει μόλις το πρπηγούμενο βράδυ), και περιμένοντας να τελειώσουν τα «Γαλάζια Μυστικά». Όταν το τραγούδι τελείωσε, η Άννα έβαλε το χέρι της πίσω από τον σβέρκο του και τον φίλησε. Φιλιόντουσαν επί πολλή ώρα, ένα φιλί που του φάνταζε ατέλειωτο, ηδονικό, ονειρικό… Όταν κάποια στιγμή τα χείλη τους χώρισαν, η Άννα έβγαλε από την κόκκινη τσάντα της ένα μικρό κουτί σε σχήμα κύβου, του οποίου το χρώμα ήταν μπλε και είχε ένα μεγάλο ροζ ερωτηματικό πάνω του. Του το έδωσε, με ένα αινιγματικό χαμόγελο, και του είπε: «Χρόνια πολλά»! Εκείνος, έκπληκτος, μια και δεν είχε ούτε γενέθλια ούτε γιορτή εκείνη τη μέρα, την ευχαρίστησε, πήρε το κουτί και άρχισε να το περιεργάζεται, ενώ εκείνη τον κοίταζε, μην κρύβοντας την προσμονή της. Το κουτί δεν είχε κάποιο ορατό άνοιγμα. Το μόνο που υπήρχε ήταν μια μικρή τρύπα, στο μέγεθος του ματιού, ακριβώς στο κέντρο του ροζ ερωτηματικού. Ο Αντρέας Κ. κοίταξε με απορία την Άννα. Εκείνη, πάντα χαμογελώντας, του ένευσε με το κεφάλι της δείχνοντάς του την τρυπίτσα, σαν να τον παρότρυνε να βάλει το μάτι του εκεί για να δει στο εσωτερικό του κουτιού. Εκείνος, διστακτικά, την υπάκουσε, φέρνοντας με αβέβαιες κινήσεις το κουτί κοντά στο κεφάλι του και πλησιάζοντας το δεξί του μάτι στην τρύπα. Όταν το είχε φέρει σχεδόν κολλητά, έκλεισε το αριστερό του μάτι, για να δει καλύτερα, και κοίταξε μέσα στο κουτί. Αυτό που είδε τον σόκαρε. Υπήρχε ένας τροχός, το μέγεθος του οποίου τον έκανε να καταλαμβάνει σχεδόν ολόκληρο το εσωτερικό του κουτιού. Ο τροχός κινείτο διαρκώς, διότι πάνω του έτρεχαν ασταμάτητα, σαν χαμστεράκια καταδικασμένα να υπομένουν ένα σισύφειο μαρτύριο, μικρά ανθρωπάκια! Το πιο συγκλονιστικό ήταν ότι όλα τα ανθρωπάκια είχαν το ίδιο στυλ και την ίδια κοψιά με εκείνον, και φορούσαν κοστούμια. Στα πρόσωπά τους ήταν χαραγμένη μια έκφραση απερίγραπτης φρίκης και απόγνωσης. Πριν προλάβει να συνέλθει από το σοκ, ένιωσε να του κόβεται η ανάσα. Η Άννα του είχε καταφέρει ένα, εκπαιδευμένο, κοφτό κι απότομα χτύπημα στην ωμοπλάτη. Δευτερόλεπτα μετά, με έναν ξαφνικό ήχο που ακούστηκε κάπως σαν «βζουουπ», το κουτί ρούφηξε τον Αντρέα στο εσωτερικό του. Σαστισμένος, βρέθηκε να τρέχει πάνω στην εσωτερική επιφάνεια του τροχού μαζί με τα άλλα ανθρωπάκια. Έκανε να ουρλιάξει, αλλά από το στόμα του δεν βγήκε ο παραμικρός ήχος… Η Άννα, ικανοποιημένη, έβαλε ξανά το μικρό μπλε κουτί με το ροζ ερωτηματικό στην τσάντα της, βρέθηκε, μ΄ ένα σάλτο, στη θέση του οδηγού, έπιασε στα χέρια της το τιμόνι, έβαλε πρώτη και, γκαζώνοντας, εξαφανίστηκε, μαζί με την Porsche του Αντρέα, προς άγνωστη κατεύθυνση…
174. Χατζηκυριάκειο
Σύνθεση: Δημήτρης Γκόγκος, Μπαγιαντέρας
Ερμηνεία: Στράτος Παγιουμτζής & Στελλάκης Περπινιάδης
Στίχος: Δημήτρης Γκόγκος, Μπαγιαντέρας
1937
Ναι, σίγουρα, μπορούμε να πούμε ότι μεταφερόμαστε σε μια άλλη εποχή, μέσω της ακροάσεως του «Χατζηκυριακείου». Σε μια εποχή όπου ο Πειραιάς και η Αθήνα ήταν «άλλες» πόλεις, όπου κατοικούσαν «άλλοι» άνθρωποι. Πόλεις, που δεν ξέρω πόση σχέση έχουν με τις σημερινές «διαδόχους» τους. Πάντως, αν θέλουμε να βρούμε ένα κοινό νήμα που να συνδέει το «τότε» της Μεταξικής Μεσοπολεμικής Ελλάδας (ΜΜΕ!,) και της χρυσής εποχής των ρεμπετών, με το «σήμερα» (κι εδώ που τα λέμε, το οποιοδήποτε «τότε» με το οποιοδήποτε «σήμερα» (παρένθεση στην παρένθεση: αλήθεια, τι να σημαίνει αυτό το οποιοδήποτε «σήμερα»;)), αυτό δεν είναι και τόσο δύσκολο: Από μελαχροινές που κάνουν νάζια, αυτός ο κόσμος δεν θα στερέψει ποτέ. Εντάξει, ούτε κι από δροσερή ρετσίνα!
173. Νοσταλγός του rock ‘n’ roll
Σύνθεση: Γιάννης Γιοκαρίνης
Ερμηνεία: Γιάννης Γιοκαρίνης
Στίχος: Γιάννης Γιοκαρίνης
Άλμπουμ: Φόρα παρτίδα
1984
Η Ελλάδα δεν είναι βιότοπος που ευνοεί την βιωσιμότητα και ευημερία ενός αυθεντικού ροκά. Κι εδώ, ο Γιοκαρίνης μας εκθέτει με έναν μοναδικό, σπαρταριστό τρόπο (και με μια ανάσα, ουσιαστικά) τις περιπέτειές ενός ταλαίπωρου ροκά, ο οποίος, μέσα σε ένα εντελώς εχθρικό περιβάλλον, προσπαθεί, μάλλον μάταια, να περισώσει το αληθινό του πάθος, ως μουσικός. Τι σκυλάδικο, τι γυάλινο οξυζενέ ωδείο, ένα και το αυτό είναι για έναν αληθινό ροκά, μας λέει ο αμετανόητος Γιοκαρίνης, και, ειλικρινά, δεν βλέπω να έχει άδικο. Με μια παιχνιδιάρικη, απελευθερωμένη και απενοχοποιημένη διάθεση, μας δηλώνει πως ναι, τα έκανε και αυτά για να επιβιώσει. Υπάρχει και μια, όχι πολύ εμφανής, προέκταση εδώ, όμως, που εκφράζεται με την εξής ερώτηση, την οποία ο καθένας μας, θεωρώ, οφείλει να απευθύνει στον εαυτό του: «Ποιο είναι το αληθινό μου πάθος; Ταυτίζεται η εργασία μου με αυτό ή το καταπιέζω στο βωμό της επιβίωσης και της πρακτικότητας (που, δε λέω, καλή είναι, αλλά μέχρι ενός σημείου), κάνοντας μια δουλειά που τη μισώ και την ανέχτηκα / την ανέχομαι / θα την ανεχτώ, επί χρόνια και δεκαετίες;». Τέλος πάντων, το εν λόγω είναι ένα τραγούδι που ξεχειλίζει από νοσταλγία (προφανώς!), εφηβική διάθεση και πείσμα, και μια αισιοδοξία που δε λέει να υποχωρήσει, παρ’ όλες τις αναποδιές και κατραπακιές. Δηλαδή, είναι ένα πολύ καλό και πέρα για πέρα σπάνιο, για τα ελληνικά δεδομένα, τραγούδι και, ως εκ τούτου, θα συνιστούσε μέγιστη παράλειψη, εκ μέρους μου, η απουσία του από τη λίστα μου.
172. Θέλω να με κρατάς
Σύνθεση: Δημήτρης Κοντόπουλος
Ερμηνεία: Ηρώ
Στίχος: Ηρώ
Άλμπουμ: Απογείωση
2001
Μια πολύ καλή μου φίλη μου, την οποία αγαπάω πάρα πολύ και την οποία, δυστυχώς, έχω πάρα πολύ καιρό να δω, μου έλεγε ότι αυτό το τραγούδι μόνο μια γυναίκα θα μπορούσε να το κατανοήσει και να το εκτιμήσει αληθινά. Οφείλω να ομολογήσω, πάντως, ότι αν και αρχικά δεν μου έλεγε κάτι ιδιαίτερο, στην πορεία μου «μίλησε» και εμένα. Μην ήταν, βρε παιδιά, η θηλυκή φύση μου, που, ενώ ασφυκτιούσε καιρό, τελικώς εκδηλώθηκε και απελευθερώθηκε; Η Μπάρμπαρα Στρέιζαντ και η Σελίν Ντιόν μέσα μου, που ευρισκόμενες, μάλλον ανέκαθεν, σε λήθαργο κάτω από το σκληρό κέλυφος ενός μοδέρνου (με «δ» παρακαλώ!) ανδρός, αμείλικτου καριερίστα και αδυσώπητου χρησιμοθήρα, ξύπνησαν και βάλθηκαν να ανακτήσουν, μεμιάς, όσα είχαν στερηθεί επί σειρά ετών; Δεν ξέρω, πάντως ο βαθμός ενσυναίσθησής μου για τις ευαίσθητες, ρομαντικές και ταλαιπωρημένες (έχω παρατηρήσει ότι αυτά πάνε μαζί) γυναικείες (και όχι μόνο) ψυχές, οι οποίες, σημειωτέον, αποτελούν δυσεύρετο είδος στην άθλια, ανάγωγη και άκρως κυνική εποχή που διανύουμε, έχει αυξηθεί αισθητά έκτοτε και αυτό, επιτρέψτε μου να το προσμετρήσω στα (κάποια ελάχιστα) θετικά στοιχεία, τα οποία με τον καιρό έχω αποκτήσει. Εδώ, βέβαια, πολλοί γνωστοί μου θα διαφωνούσαν, αλλά… τέλος πάντων… το θέμα δεν είμαι εγώ. Τώρα, όσον αφορά αυτό το «για πάντα», μάλλον ισχύει ότι όσο περισσότερο το ξεστομίζουμε τόσο λιγότερο το εννοούμε. Ανεξαρτήτως αυτού, όμως, όλοι το έχουμε ανάγκη, ακόμα κι αν κατά βάθος γνωρίζουμε ότι μόνο τα διαμάντια είναι παντοτινά…
171. Κάγκελα παντού
Σύνθεση: Τζίμης Πανούσης
Ερμηνεία: Τζίμης Πανούσης
Στίχος: Τζίμης Πανούσης
Άλμπουμ: Κάγκελα παντού
1986
Ναι, δεν διαφωνώ, μας περιτριγυρίζουν κάγκελα, σχεδόν όπου κι αν πάμε, σχεδόν ό, τι κι αν κάνουμε, σχεδόν κάθε στιγμή (έχει σημασία το σχεδόν… σχεδόν… σχεδόν…). Ζούμε μαντρωμένοι σε ένα χρυσό, επίχρυσο, επάργυρο, χάλκινο, τενεκεδένιο, τσίγκινο, βάλτε όποιο άλλο υλικό θέλετε, κλουβί, πάντως κλουβί. Ωστόσο, υπάρχει μια σειρά κρίσιμων ερωτημάτων εδώ: Σε τι βαθμό επιλέγουμε να μπούμε με τη θέλησή μας στο κλουβί και σε τι βαθμό μας επιβάλλεται έξωθεν; Μήπως, τελικά, ορίζουμε τη μοίρα μας και την κακομοιριά μας εμείς οι ίδιοι σε αρκετά μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι θεωρούμε ή απ’ ότι μας έχουν μάθει να θεωρούμε; Μήπως τα κάγκελα δεν είναι τίποτε άλλο από μια οφθαλμαπάτη και αρκεί μόνο να κάνουμε μερικά ασυνήθιστα / τολμηρά βήματα για να περάσουμε από μέσα τους και να διαπιστώσουμε, τοις πράγμασι, το άυλο της φύσης τους; Και πόσοι από εμάς κατανοούν, αντέχουν και έχουν πραγματικά τη θέληση να καταστρέψουν τα κλουβιά μέσα στα οποία είναι κλεισμένοι; Χμμμ… δύσκολα, αλλά, κατά τη γνώμη μου, ουσιαστικότατα τα ερωτήματα αυτά, και όσοι ισχυρίζονται ότι είναι «ψαγμένοι», πρέπει να τα θέτουν μετ’ επιτάσεως στους εαυτούς τους. Κατά τ’ άλλα, ο Τζιμάκος, εδώ, με έναν σμπάρο χτυπάει, στο δόξα πατρί, δυο τρυγώνια: τη νεοελληνική μεταπολιτευτική μιζέρια αφενός (trigoni numero un) και την φανταρική ζοχάδα και το ατέλειωτο πήξιμο (trigoni mumero deux), και το κάνει, φυσικά, με τον δικό του αξεπέραστο και γλαφυρότατο τρόπο. Να’ ναι πάντα καλά, κι ας του τα χώνουν διάφοροι… ακατονόμαστοι!
170. Μακριά από την πόλη
Σύνθεση: Λουκιανός Κηλαηδόνης
Ερμηνεία: Μίμης Χρυσομάλλης
Στίχος: Γιάννης Νεγρεπόντης
Άλμπουμ: Μικροαστικά
1973
Πολύ σπουδαίο, για να μην πω αριστουργηματικό, άλμπουμ τα «Μικροαστικά» των Κηλαηδόνη-Νεγρεπόντη. Με ενορχηστρώσεις και στίχους που μπορεί να είναι, επιφανειακά, μαλακοί σαν χάδι και ευχάριστοι σαν δροσερό αεράκι, όμως, αν εμβαθύνεις λίγο, διαπιστώνεις ότι διαθέτουν, αναμφίβολα, ένα υπόστρωμα σκληρό σαν ατσάλι και κοφτερό σαν ξυράφι (Ε; Με παραδέχεστε; Εκφραστικότητα, όχι μαλακίες!). Με τα «Μικροαστικά» ξεγυμνώνεται για πρώτη φορά, νομίζω, με έναν διακριτικό μεν, σαφέστατο δε τρόπο, εκείνος ο περιβόητος ανθρωπότυπος (Homus Neo-Hellenicus, η επιστημονική του ονομασία), ο οποίος, αφενός, ήταν υπεύθυνος, λόγω της, ξεδιάντροπης συχνά, ανοχής που είχε επιδείξει, για την επιβίωση, εδραίωση και, σχετική, μακροημέρευση του καθεστώτος της εποχής που κυκλοφόρησε ο δίσκος και, αφετέρου, είναι, εν πολλοίς, υπεύθυνος και για τα μετέπειτα και σημερινά χάλια της κοινωνίας, της οποίας πλειοψηφικό ρεύμα αποτελούσε και συνεχίζει να αποτελεί. Η κακοφορμισμένη πληγή του μικροαστισμού στο σώμα του μεγάλου ασθενούς (λέγε με και ελληνική κοινωνία) έχει εξελιχθεί σε γάγγραινα και συνεπώς (και αν το γεγονός αυτό συνδυαστεί και με τα ποικίλα καρκινώματα της Μεταπολίτευσης και των μεταστάσεων που αυτά έχουν κάνει παντού στο ίδιο σώμα) δεν είναι να απορεί κανείς για την άθλια σημερινή κατάσταση του και για το ότι οι διάφοροι (επίδοξοι) «θεράποντες γιατροί» του έχουν σηκώσει ψηλά τα χέρια, έχουν αποτρελαθεί ή το έχουν ρίξει στο ευχέλαιο και τις προσευχές. Τέλος πάντων, στο συγκεκριμένο θέμα θα επανέλθουμε παρακάτω (ή, καλύτερα, παραπάνω) στη λίστα. Ομολογώ, πάντως, ότι θα ήταν όχι μόνο παράλειψη, αλλά και ντροπή μου, να μην συμπεριλάβω ένα, τουλάχιστον, τραγούδι από αυτόν τον άκρως αιρετικό και τολμηρό δίσκο, στα 200 κορυφαία όλων των εποχών. Οπότε επέλεξα το αγαπημένο μου κομμάτι, το οποίο είναι αγαπημένο μου για δυο, κυρίως, λόγους: πρώτον, για την μοναδική ειρωνεία η οποία καραδοκεί πίσω από κάθε λέξη και κάθε νότα, χωρίς όμως ποτέ να δηλώνει κραυγαλέα και χοντροκομμένα την παρουσία της (μοτίβο που, λίγο πολύ, ισχύει σε όλα τα τραγούδια των «Μικροαστικών»), και, δεύτερον, για το φινάλε. Ακούστε το! Πώς σας φαίνεται; Εμένα, όταν το πρωτάκουσα, μου σχηματίστηκε στο μυαλό η εικόνα μιας χωροχρονικής δίνης που, με αιφνίδιο και αμείλικτο τρόπο, ρουφούσε τον μικροαστό ήρωα του τραγουδιού, με το που εκείνος τελείωνε την σύντομη, αλλά περιεκτικότατη, επισκόπηση της ζωούλας του. Θα μου πείτε ότι εγώ είμαι, κατά τι, ανισόρροπος και γι’ αυτό κάνω τέτοιους συνειρμούς. Και, αν μου το πείτε, εγώ, αφού σας ευχαριστήσω για το ωραίο κοπλιμέντο, θα αναφωνήσω: «Κάλλιο τρελός, παρά μικροαστός»! Το κακό πάντως είναι (και αυτό είναι ένα από τα διδάγματα της εποχής μας) ότι οι δίνες συνήθως δεν κάνουν διακρίσεις, ρουφούν αδιακρίτως δίκαιους και άδικους…
169. Η νύχτα μυρίζει γιασεμί
Σύνθεση: Μάριος Τόκας
Ερμηνεία: Θέμης Αδαμαντίδης
Στίχος: Σαράντης Αλιβιζάτος
Άλμπουμ: Τα βοριαδάκια
1982
Αυτό το τραγούδι, αν το εξέταζα στεγνά και «επιστημονικά» (με βάση τις δικές μου, πάντοτε, παραδοχές για το τι συνιστά «επιστημονική» προσέγγιση), δεν θα είχε θέση στη λίστα μου, ούτε για αστείο. Μα… τίτλος άλμπουμ: «Τα βοριαδάκια»; Ο Θέμης ο Αδαμαντίδης; (Όχι ότι έχω κάτι με τον άνθρωπο, αλίμονο, δεν είναι και ο… Χατζηγιάννης (μπρρρ…)). Κάποιοι συγκεκριμένοι στίχοι (π.χ.: «Το φεγγάρι αλήτης»);;; Όμως, η μελωδία του Τόκα σώζει την παρτίδα και όχι απλά αυτό, αλλά προικίζοντας το τραγούδι με ένα δυνατό συναίσθημα και μια (πώς να το πω;) αυθεντική και αθώα, συνάμα, «ελληνικότητα», το αναδεικνύει σε κάτι πραγματικά άξιο λόγου και, κυρίως, άξιο ακρόασης και δη επαναλαμβανόμενης εκ μέρους μου (ομολογώ). Ως εκ τούτου, τρούπωσε κι αυτόοοο…!
168. Κάτω στην πόλη
Σύνθεση: Μωρά στην φωτιά
Ερμηνεία: Μωρά στην φωτιά
Στίχος: Μωρά στην φωτιά
Άλμπουμ: Μωρά στην φωτιά
1987
Χαχαχα!!! Γι’ αυτό γουστάρω τη λίστα μου! Μετά τον Θέμη τον Αδαμαντίδη, τα Μωρά στη Φωτιά! Λοιπόν, έχουμε και λέμε: με πρώτα υλικά, εφηβική απογοήτευση και οργή (frustration στα τσακώνικα, που είναι πιο πλήρης γλώσσα και δύναται να εκφράζει λεπτά νοήματα, τα οποία η σύγχρονη κοινή ελληνική αδυνατεί να αποτυπώσει), επιρροές «πολιτικού» πανκ της Αγγλοσαξωνίας και μια διάθεση συλλογικής (έως οχλοκρατικής) «μανίας» / έκστασης / παραληρήματος / ύπνωσης, φτιάχνουμε ένα, όχι (πολύ) δήθεν και ό,τι νάναι, αξιοπρεπές «επαναστατικό» πανκ / ροκ ελληνικό τραγουδάκι, όπως το εν λόγω. Πάντως, πρέπει να σας πω ότι, για εμένα, το «Κάτω στην πόλη» αποτελεί το ιδανικό και πιο ταιριαστό σάουντρακ για τα «Δεκεμβριανά» του 2008. Στα οποία «Δεκεμβριανά», ας μην ξεχνάμε ότι οι πρωταγωνιστές της μίας πλευράς εκπροσωπούσαν τη γενιά που ακολούθησε την γενιά που «δοκιμάζει την τύχη της κάπως αλλιώς». Είδατε, καμιά φορά, οι δοκιμές και οι πειραματισμοί τι αποτελέσματα μπορούν να έχουν; Γι’ αυτό, όταν αποφασίσουμε να επισκεφθούμε το εργαστήριο και να παίξουμε με τα εύφλεκτα και δηλητηριώδη υγρά, τα φιαλίδια και τους δοκιμαστικούς σωλήνες, πρέπει, προηγούμενως, να έχουμε μελετήσει πολλή χημεία και πρέπει, επιπλέον, να είμαστε πολύ προσεκτικοί, κατά την πραγματοποίηση των πειραμάτων μας. Γιατί, αν δεν γνωρίζεις και δεν πάρεις τις προφυλάξεις σου, ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να σου σκάσει στα χέρια ή τι επικίνδυνες αναθυμιάσεις ενδέχεται, άθελά σου, να απελευθερώσεις στο περιβάλλον.
167. Ακρογιαλιές δειλινά
Σύνθεση: Βασίλης Τσιτσάνης
Ερμηνεία: Στέλλα Χασκίλ & Βασίλης Τσιτσάνης
Στίχος: Βασίλης Τσιτσάνης
1948
Ανοίγω εξαρχής τα χαρτιά μου: Ποτέ δεν με τρέλαινε ο Τσιτσάνης. Συχνά τον βρίσκω και κάπως βαρετό. Ωστόσο, είναι κανά 2 τραγούδια του που ξεχωρίζουν (για τα δικά μου γούστα) όσο αρκεί για να τους κάνω την τιμή (!) να τα συμπεριλάβω στην άκρως απαιτητική (!!) λίστα μου. Στην προκειμένη περίπτωση, δύο είναι τα στοιχεία που προέκριναν το «Ακρογιαλιές Δειλινά»: Αφενός, η συγκεκριμένη ερμηνεία που έχει κάτι το έντονα ανατολίτικο και υπνωτικό / υποβλητικό (δηλαδή, για να σας το κάνω πενηνταράκια, μου δημιουργεί την εικόνα ότι βρίσκομαι σε έναν καφενέ, κάπου στην Εγγύς ή στη Μέση Ανατολή, έχω πιει τους άπειρους ναργιλέδες / χασίσια και, ενώ παρεμβάλλονται παράσιτα στον δέκτη αντίληψης μου της πραγματικότητας, μέσα από ένα σύννεφο καπνών, μια χανούμισσα με καλυμμένο το πρόσωπο λικνίζεται αισθησιακά υπό τους ήχους του τραγουδιού αυτού. Ερώτηση πρώτη: πόσα κλισέ χώρεσαν στην προηγούμενη πρόταση; Ερώτηση δεύτερη: Πότε θα κλείσει αυτή η παρένθεση; Ερώτηση τρίτη: Πώς με αντέχετε και διαβάζετε (όσοι έχετε απομείνει, δηλαδή) ακόμη;) και, αφετέρου, και κυρίως, ο απρόσμενα, για τα δεδομένα του Τσιτσάνη και του συνήθους ύφους των τραγουδιών του, «σκοτεινός», σκόπιμα ασαφής και κάπως… ζεν (βλέπε τα τελευταία λόγια του, που εμένα μου θυμίζουν έντονα την παραβολή για το δέντρο που πέφτει χωρίς να κάνει ήχο, αν δεν βρίσκεται κοντά κάποιος να τον ακούσει) στίχος του. Ό, τι κι αν είχε στο μυαλό του ο ποιητής, κατάφερε, νομίζω, να δημιουργήσει κάτι που ο καθένας μπορεί να το πάρει και να το πλάσει κατά βούληση, δίνοντάς του το σχήμα (και την ερμηνεία, συνεπώς) που εκείνος επιθυμεί, έστω κι αν αυτό δε φαίνεται εκ πρώτης όψεως και «δια γυμνού οφθαλμού».
166. Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα
Σύνθεση: Άκης Πάνου
Ερμηνεία: Δήμητρα Γαλάνη
Στίχος: Άκης Πάνου
1967
Τί να πεις εδώ; Τα είπε όλα ο άνθρωπος… Akis Panou comes with a sense of urgency, όπως θα έλεγε και ένας Αμερικανός εκφωνητής αγώνων NBA… Α… κι επίσης κατόρθωσε να μας περιγράψει ολόκληρη (μα ολόκληρη) τη ζωή του σε 3 και κάτι λεπτάκια… Έχε το κατά νου λοιπόν (ναι, σ’ εσένα απευθύνομαι): ΤΩΡΑ και κάθε τώρα είναι η πιο μεγάλη ώρα. Το μέλλον, στο οποίο τείνεις να τα παραπέμπεις όλα με την παροιμιώδη αναβλητικότητά σου, είναι κάτι το οποίο (δοθέντος του πεπερασμένου χρόνου που έχεις στη διάθεσή σου, σε αυτήν την ζωή, τουλάχιστον) συρρικνούται διαρκώς υπό την ακατάπαυστη και ανελέητη επέλαση του παρελθόντος / παρόντος (κλόπιραιτ: Ανρί Μπεργκσόν). Οπότε, τι περιμένεις;;; Βούτα!
165. Όλο αυτό που ποτέ
Σύνθεση: Κωνσταντίνος Βήτα
Ερμηνεία: Κωνσταντίνος Βήτα
Στίχος: Κωνσταντίνος Βήτα
Άλμπουμ: Άργος
2007
Υπάρχουν χωρισμοί και χωρισμοί: οριστικοί και αμετάκλητοι, μετακλητοί, ημι-μόνιμοι, παροδικοί. Το βέβαιο είναι, πάντως, πως κάθε σμίξιμο συνεπάγεται και έναν χωρισμό και αυτή είναι, απλά, άλλη μια εφαρμογή της διαλεκτικής που κυριαρχεί σε όλο το Σύμπαν: η ύπαρξη και οριοθέτηση του οτιδήποτε συνεπάγεται / προϋποθέτει (από όποια πλευρά και να το δείτε, η ουσία δεν αλλάζει) την ύπαρξη και οριοθέτηση του αντίθετού του. Η ίδια η ζωή, λοιπόν, πάει χέρι χέρι με τον θάνατο και δεν έχει νόημα να μιλάμε για ζωή χωρίς να έχουμε στο νου μας την αντίθετη κατάσταση (τη μη-ζωή, η στιγμή του θανάτου είναι απλώς η μετάβαση από τη ζωή σε αυτήν την αντίθετή της, άγνωστη σε εμάς, κατάσταση, για αυτό και είναι η πλέον φορτισμένη έννοια ανά τους αιώνες, καθώς και η έννοια που έχει γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους πιο μακρόβιους μηχανισμούς χειραγώγησης στην ιστορία της ανθρωπότητας, και ο νοών νοείτο). Εφόσον, όμως, ο έρωτας και η αγάπη είναι, μάλλον, τα πιο δυνατά συναισθήματα που βιώνουμε κατά τη διάρκεια της ζωής μας, τότε το σμίξιμο και ο χωρισμός με τους αγαπημένους / αγαπημένες μας είναι λογικό να διέπονται από μια πολύ έντονη φόρτιση και να μας σημαδεύουν, συχνά, για πάντα. Και σε αυτές τις περιπτώσεις, κάθε χωρισμός είναι (ή τουλάχιστον δίνει αυτήν την εντύπωση) ένας μικρός θάνατος. «Every time we say goodbye, I die a little», που έλεγε και ο Αγγλόφωνος βάρδος. Και είναι αναπόφευκτο ότι οι χωρισμοί και οι αποχωρισμοί ποτέ δεν τελειώνουν όσο ζούμε, και αυτό είναι, πιστεύω, το πιο επώδυνο γεγονός που καλούμαστε να αποδεχτούμε και να υπομείνουμε ως έμβια και νοήμονα όντα και, αφού είναι κάτι δεδομένο, η επιλογή μας περιορίζεται, μόνο, στο πως θα το χειριστούμε και θα το αντιμετωπίσουμε. Φυσικά, αυτή είναι μόνο μία από τις πιθανές αναγνώσεις αυτού του υπέροχου τραγουδιού. Και, τώρα που το ξανάκουσα, αυτό το συνοδευτικό μου κείμενο φαντάζει τόσο στεγνό και ακαδημαϊκό. Αλλά… αυτόν τον ρόλο μου ανέθεσε ο εαυτός μου και, αναγκαστικά, ανταποκρίνομαι και κάνω ό, τι καλύτερο μπορώ, βλέπεις εαυτέ μου, ε;
164. Ζω
Σύνθεση: Γιώργος Χατζηνάσιος
Ερμηνεία: Δήμητρα Γαλάνη
Στίχος: Κώστας Τριπολίτης
Άλμπουμ: Εικόνες
1979
Δεύτερο συνεχόμενο τραγούδι για χωρισμό. Και τι τραγούδι… Είναι κάποιοι χωρισμοί που σε αφήνουν διαλυμένο, σκορπισμένο, ανήμπορο και σε βυθίζουν στην κατάθλιψη και την απόγνωση. Σε ακραίες περιπτώσεις, το να συνεχίσεις να ζεις φαντάζει αβάσταχτο. Βυθίζεσαι μέσα σε έναν σκοτεινό τόπο, ένα limbo, μέσα στο οποίο πρέπει να κατοικήσεις για κάποιο χρονικό διάστημα μέχρι να αρχίσεις να συνέρχεσαι. Και θέλει δύναμη, υποστήριξη και χρόνο για να συνέλθεις και να «ξαναγεννηθείς» στον κόσμο, δεν είναι ποτέ εύκολα τα πράγματα. Όμως, όταν τελικά αναδυθείς στην επιφάνεια, νιώθεις σαν να έχεις καταφέρει μια σημαντική προσωπική νίκη και θέλεις να αναφωνήσεις ότι «ναι, ρε γαμώτο, ζω και συνεχίζω»! Οι όποιες πληγές, βέβαια, έχουν μείνει. Αυτό το τραγούδι εκφράζει με ακρίβεια αυτήν ακριβώς την κατάσταση, όπου δηλαδή, έχεις κατορθώσει να ξανασταθείς στα πόδια σου μετά την οδυνηρή εμπειρία, είσαι έτοιμος να επανέλθεις στην «ενεργό δράση», αλλά, όπως και να έχει, τα όσα έζησες μέσα σε μια σχέση και τα όσα πέρασες μετά το χωρισμό, δεν μπορούν να σβηστούν μονοκοντυλιά και κάποια εξ αυτών, μάλλον, δεν θα σβηστούν ποτέ…
163. Αύρα
Σύνθεση: Δημήτρης Παναγόπουλος
Ερμηνεία: Δημήτρης Παναγόπουλος
Στίχος: Δημήτρης Παναγόπουλος
Άλμπουμ: Ασταθής ισορροπία
1987
Αύρα: ακούγοντας την χαρακτηριστική μελωδία του συγκεκριμένου τραγουδιού, αυτός ο τίτλος επαληθεύεται στο ακέραιο. Είναι σαν ένα δροσερό ανοιξιάτικο αεράκι να σε χαϊδεύει ευχάριστα στο πρόσωπο και εσύ, με κλειστά μάτια και ένα διαρκές χαμόγελο, να το απολαμβάνεις. Πώς; Θες παράλληλα να κρατάς αγκαλιά και την καλή σου / τον καλό σου; Άντε, να σου κάνω την χάρη! Αλλά να έχεις υπόψη σου ότι το αεράκι βρίσκεται, εκ φύσεως, σε διαρκή κίνηση και οι διαθέσεις του είναι απρόβλεπτες. Μα τι λέω, πάλι πάω να στο χαλάσω ο βλαξ με τις φλυαρίες μου; Εσύ κοίτα να απολαύσεις τη στιγμή και εμένα αγνόησε με!
162. Τρένο φάντασμα
Σύνθεση: Παύλος Παυλίδης
Ερμηνεία: Ξύλινα Σπαθιά
Στίχος: Παύλος Παυλίδης
Άλμπουμ: Ξεσσαλονίκη
1993
Θυμάμαι, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’90, ένα παμπάλαιο πορτοκαλοσοβιετί (το χρώμα των παλιών αθηναϊκών τρόλλεϋ, για να σας βοηθήσω κάποιους, τουλάχιστον, από εσάς να το οπτικοποιήσετε καλύτερα) Λάντα, να πηγαινοέρχεται πέρα δώθε, σαν σκούνα σε τρικυμία, παράλληλα με τις γραμμές του τρένου, κάπου σε ένα χωριό της Πελοποννήσου, ακολουθώντας το φρενήρη ρυθμό του τραγουδιού αυτού. Ξέρετε, ο χειρισμός του τιμονιού εκείνου του Λάντα απαιτούσε ικανότητες Τσακ Νόρρις, τουλάχιστον. Για να καταφέρεις να κάνεις αναστροφή, χρειαζόταν προηγουμένως να έχεις καταπιεί κοκτέιλ αναβολικών από το προολυμπιακό πρόγραμμα προετοιμασίας των αθλητών της πάλαι ποτέ Ανατολικής Γερμανίας. Ωραίες στιγμές, πάντως… Αμφιβάλλω αν ο οποιοσδήποτε μπορεί να ακούσει το «Τρένο Φάντασμα» χωρίς να τον συνεπάρει ο ρυθμός και χωρίς να τον ταξιδέψει η μελωδία στο Φαρ-Ουέστ του μυαλού του. Ξέρετε, ο καθένας μας έχει μια Φαρ-Ουέστ επικράτεια εντός του, ένα «Πέκος», όπου δυτικά του κανείς νόμος δεν ισχύει. Απόλυτη ελευθερία, μηδενικές υποχρεώσεις και, βέβαια, πολλοί και απερίγραπτοι κίνδυνοι. Αλλά, υπάρχει το οτιδήποτε ελκυστικό και σαγηνευτικό στη ζωή αυτή που να μη συνοδεύεται από μια, έστω μικρή, δόση κινδύνου;
161. Από το πάρκο στη Μυροβόλο
Σύνθεση: Αργύρης Μπακιρτζής
Ερμηνεία: Χειμερινοί Κολυμβητές
Στίχος: Αργύρης Μπακιρτζής
Άλμπουμ: Από το πάρκο στη Μυροβόλο
1985
Είμαι ένας, σχετικά, νεόκοπος φαν του Μπακιρτζή και των Χειμερινών Κολυμβητών. Παλαιότερα δεν μου άρεσαν καθόλου, έβρισκα βαρετά και (αν είναι δυνατόν!) κάπως δήθεν τα τραγούδια τους. Ωστόσο, ευτυχώς, η ωρίμανση ενός ανθρώπου έχει και κάποιες θετικές παρενέργειες, μία εκ των οποίων είναι ότι αρχίζει και εκτιμά πράγματα και πρόσωπα αληθινά αξιόλογα, που τα περιφρονούσε και δεν τα καταδεχόταν. Πρόσφατα, μάλιστα, είδα και την καλτ, επική ταινία του Τσιώλη «Ας περιμένουν οι γυναίκες» (την οποία συνιστώ ανεπιφύλακτα), όπου πρωταγωνιστούσε ο Μπακιρτζής, και το γλυκό έδεσε. Με το στυλ του, την προσωπικότητά του, τη βαθιά, ιδιαίτερη φωνή του, τη συνέπειά του (οι Χειμερινοί Κολυμβητές σχηματίστηκαν το 1965 και συνεχίζουν ακάθεκτοι μέχρι σήμερα) και τη γλυκύτητα και ευγένεια που αποπνέει, είναι μία από τις πλέον ιδιαίτερες περιπτώσεις στο χώρο του ελληνικού τραγουδιού. Ευτυχώς που υπάρχει και είθε να ζήσει, να μακροημερεύσει και να συνεχίσει να δημιουργεί.
160. Ο Λύκος
Σύνθεση: Αρλέτα
Ερμηνεία: Αρλέτα
Στίχος: Αρλέτα
Άλμπουμ: Ένα καπέλο με τραγούδια
1981
«Είναι 12 η ώρα, είναι η ώρα των τρελών». Φυσικό και επόμενο είναι, αν δεν ανήκεις στους τρελούς, να μην μπορείς να καταλάβεις γιατί κάποιος μπορεί να ψάχνει να βρει τον λύκο για να τον ακολουθήσει στα έρημα μεταμεσονύχτια στενά και σοκάκια της πόλης. «Μα, αυτή είναι μια ανόητη, παρεκκλίνουσα και επικίνδυνη δραστηριότητα», θα σπεύσει να πει ο «φυσιολογικός», ο μη τρελός, με ένα χαμόγελο συγκατάνευσης. «Ποιος εχέφρων και νουνεχής (ωραίες, πομπώδεις λέξεις, ε;) άνθρωπος σεργιανάει στους δρόμους μες στα μαύρα μεσάνυχτα; Όποιος θέλει να κάνει κάτι τέτοιο πηγαίνει γυρεύοντας και είναι ή κακοποιός ή εντελώς σαλεμένος. Ας τον βρει ο λύκος κι ας τον καταπιεί αμάσητο, να ησυχάσουμε όλοι και να αναφωνήσουμε ανακουφισμένοι: Ένας τρελός λιγότερος»! Προβατάκια μου, όπως νομίζετε. Καθήστε εσείς στα χρυσά κλουβιά σας, στις σπηλιές σας από ατσάλι (κλόπιραιτ: Ισαάκ Ασίμωφ), κοιμηθείτε τον ύπνο του «δικαίου» (;) και αφήστε τους λύκους, τις αρκούδες και τα άλλα άγρια ζώα του δάσους και της ζούγκλας να παίζουν κυνηγητό και κλέφτες και αστυνόμους στους άδειους και μεταμορφωμένους, τη νύχτα, δρόμους των πόλεων. Και αν θα ζητούσαμε από τον λύκο της Αρλέτας να κάνει μια ευχή για λογαριασμό σας, αυτή είμαι σίγουρος πως θα ήταν να ανακαλύψετε την «άγρια πλευρά» σας και να ταρακουνηθείτε τόσο έντονα από αυτήν, ώστε να αλλάξει άρδην η κοσμοθεωρία σας και να θέλετε να συμμετάσχετε κι εσείς, μετά, στο «παιχνίδι των τρελών».
159. Σαν τραγουδάκι
Σύνθεση: Θοδωρής Παυλάκος
Ερμηνεία: Μιλτιάδης Πασχαλίδης
Στίχος: Θοδωρής Παυλάκος
Άλμπουμ: Παραμύθι με λυπημένο τέλος
1995
Η παρομοίωση στον τίτλο του τραγουδιού είναι η πεμπτουσία της ιστορίας που αυτό αφηγείται: «Εσύ, που ήρθες σαν σίφουνας, αναποδογύρισες τη ζωή μου και μετά, ξαφνικά, έφυγες, αφήνοντας με σύξυλο, να τρέμω και να μην ξέρω από πού μου ήρθε. Το σοκ που μου προκάλεσες, όταν μ’ εγκατέλειψες, ήταν τόσο ισχυρό, που μια θολή ανάμνηση είναι το μόνο που μου έχει μείνει από εσένα, σαν μια ημιτελή θύμηση ενός ονείρου το οποίο μάταια πασχίζω να σχηματοποιήσω στην ολότητά του στο κεφάλι μου ή σαν έναν σκοπό, τον οποίο σφυρίζω χωρίς να μπορώ να θυμηθώ τα λόγια που αντιστοιχούν σε αυτόν, αυτές τις μαγικές λέξεις που με είχαν κάνει τόσο ευτυχισμένο, για λίγο. Και ίσως είναι καλύτερα έτσι, ίσως είναι καλύτερα που αδυνατώ να επαναφέρω στη μνήμη μου τα λόγια του κοινού μας τραγουδιού, γιατί δεν μπορώ να σε έχω πια…».
158. Καραπιπερίμ
Σύνθεση: Γιάννης Παπαϊωάννου / Σπύρος Περιστέρης
Ερμηνεία: Ρένα Ντάλλια
Στίχος: Παραδοσιακό
1952
… Έτρεχα σαν τρελός στα σοκάκια του Σουλταναχμέτ, κάπου στην περιοχή πίσω από το Αιγυπτιακό Παζάρι, προσπαθώντας να αποφύγω τους διώκτες μου, που βρίσκονταν στο κατόπι μου και με καταδίωκαν ανηλεώς, εδώ και αρκετή ώρα. Ο επικεφαλής τους, ενώ αρχικά μου γάβγιζε διαρκώς να σταματήσω, τώρα το είχε πάρει χαμπάρι ότι δεν επρόκειτο να υπακούσω στα κελεύσματά του και, έτσι, είχε σταματήσει να ουρλιάζει. Αντί φωνής, όμως, τώρα κράδαινε μια πιστόλα και κάθε τόσο βάραγε και μια μπαταριά στον αέρα, προσπαθώντας να με εκφοβίσει, εις μάτην, παρ’ όλα αυτά, και πάλι. «Σύντομα, όμως», σκεφτόμουν, «θα σταματήσει να πυροβολάει στον αέρα και θα αρχίσει να σημαδεύει εμένα». Τι ήταν να το σκεφτώ; Δύο σφαίρες πέρασαν τόσο ξυστά πλάι από τα δύο μάγουλα μου, που μου έκαναν κόντρα ξούρισμα άψογο. Τα πράγματα σοβάρευαν και εκείνοι κέρδιζαν διαρκώς έδαφος απέναντί μου, πανάθεμά τους! Ένα θεοσκότεινο στενάκι πρόβαλε ξαφνικά, και σε μια στροφή του δρόμου, στα αριστερά μου, και, πριν προλάβω να το σκεφτώ, έστριψα εκεί μέσα. Ήταν αδιέξοδο! Πάνω στην στιγμή της ύστατης απελπισίας μου κι ενώ κοίταζα πανικόβλητος δεξιά αριστερά αναζητώντας μια δίοδο φυγής, μια πόρτα μισάνοιξε από κάπου κι ένα χέρι με άρπαξε και με τράβηξε με αποφασιστικότητα στο εσωτερικό ενός σπιτιού. Βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με δύο μεγάλα μαύρα αμυγδαλωτά μάτια, που με κοίταζαν πίσω από μια μαντήλα χρώματος πορτοκαλί. «Το πρόσωπο που κρύβεται πίσω από τη μαντήλα πρέπει να είναι σπάνιας ομορφιάς», ήταν η πρώτη σκέψη που έκανε το ανδρικό μου μυαλό, παρ’ όλο τον πανικό και τη σύγχυση του. Καθώς είχα μείνει στήλη άλατος, όντας μαγεμένος από τις δύο λίμνες μαύρης λάβας μέσα στις οποίες έβλεπα να καθρεφτίζεται το είδωλο μου, την είδα να φέρνει το δάχτυλο της στο στόμα της, προστάζοντας με να παραμείνω σιωπηλός. Από έξω άκουγα τις αγανακτισμένες φωνές των διωκτών, οι οποίοι απορούσαν για την ανεξήγητη εξαφάνιση μου. Η σωτήρας μου άρπαξε ένα αναμμένο κερί από ένα τραπέζι δίπλα της (ήταν ο μόνος φωτισμός του χώρου) και μου ένευσε να την ακολουθήσω στο εσωτερικό του σπιτιού. Ακολουθήσαμε έναν διάδρομο και μπήκαμε σε ένα δωμάτιο, εντελώς γυμνό από επίπλωση, όπου το μόνο που υπήρχε ήταν μια στενή στριφογυριστή σκάλα στο κέντρο του, ακριβώς. Χωρίς να χάσουμε χρόνο, αρχίσαμε να κατεβαίνουμε τη σκάλα για, απροσδιόριστα πολλή, ώρα. Εκείνη πήγαινε μπροστά με το κερί ανά χείρας, το οποίο έλιωνε γοργά. Πάνω που ήμουν σχεδόν βέβαιος ότι σύντομα θα φτάναμε στον πυρήνα της Γης, η σκάλα, απότομα, σταμάτησε. Στο φως του μισολιωμένου κεριού, διέκρινα μια πόρτα, από τις χαραμάδες της οποίας έβγαινε φως, ενώ και ο απόηχος μουσικής και χαρούμενων φωνών έφτανε στα αυτιά μου. Εκείνη προχώρησε με σταθερό βήμα, και με εμένα πάντοτε στο κατόπι της, και άνοιξε την πόρτα. Το έντονο φως, που ξεχύθηκε από το χώρο στον οποίο μπαίναμε, με τύφλωσε προσωρινά, ενώ η χαρωπή μουσική, οι ιαχές των γλεντοκόπων και τα τσουγκρίσματα των ποτηριών, πλημμύρισαν τα αυτιά μου. Όταν τα μάτια μου προσαρμόστηκαν στο φως, διαπίστωσα πως βρισκόμουν σε μια αίθουσα αχανούς εκτάσεως. Πήγαινε ως εκεί που έφτανε το μάτι μου και δεν είχε ορατό τέλος. Κόσμος πολύς καθόταν στα αμέτρητα τραπέζια που υπήρχαν στο χώρο και γελούσε, έπινε και τραγουδούσε. Η συνοδός μου φύσηξε το κερί για να σβήσει, το ακούμπησε σε ένα τραπέζι κάπου δίπλα και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Ενώ εγώ παρακολουθούσα όσα διαδραματίζονταν γύρω μας, με ένα κάπως ηλίθιο χαμόγελο στο πρόσωπό μου, εκείνη γύρισε προς το μέρος μου, μου τσίμπησε τα μάγουλα και με τράβηξε με το ζόρι στο βάθος της αίθουσας. Κάπου, σε ένα τραπέζι, υπήρχαν δύο θέσεις κενές και εκεί με κάθισε. Με κοίταξε στα μάτια για κάποια ώρα και ύστερα, με μια αστραπιαία κίνηση, έβγαλε τη μαντήλα της. Το σαγόνι μου έφτασε στο πάτωμα. Όταν τελικά συνήλθα, και αισθάνθηκα ότι ήμουν σε θέση να αρθρώσω δυο λέξεις, της ψέλλισα:
«Αϊσέ…!!! Μα, εσύ, δεν…. δεν είναι δυνατόν!»
«Δεν είμαι η Αϊσέ. Είμαι η δίδυμη αδελφή της, η Καραπιπερίμ. Ο Ιμπραήμ Χαρούν είναι νεκρός;»
«Δίδυμη αδελφή;;; Δεν γνώριζα… μα πώς ήξερες…»
«Ο Ιμπραήμ Χαρούν είναι νεκρός;», επέμεινε.
«Ε… ναι βέβαια, εγώ ο ίδιος τον στραγγάλισα, απόψε. Αλλά….»
«Όχι άλλες ερωτήσεις για τώρα. Έλα να χορέψουμε!»
Πριν προλάβω να καταλάβω τι είχε συμβεί, είχαμε σηκωθεί από τις θέσεις μας, βρισκόμασταν σε μια αυτοσχέδια πίστα χορού και χορεύαμε. Το κορμί της λικνιζόταν με περίσσιο αισθησιασμό δίπλα στο δικό μου που ακόμα προσπαθούσε να συνέλθει από τα πολλαπλά σοκ. Σύντομα, βέβαια, είχα ξεχάσει και σοκ, και Αϊσέ και Ιμπραήμ Χαρούν και τα πάντα. Η Καραπιπερίμ και ο χορός της φρόντιζαν για αυτό. Ήταν ώρα για εμένα να χαλαρώσω και να αφεθώ, το χρώσταγα στον εαυτό μου μετά την τόσο επεισοδιακή ημέρα που μόλις είχε προηγηθεί…
… Ξύπνησα δίπλα της. Εκείνη είχε ήδη ξυπνήσει και στηρίζοντας το κεφάλι της στο χέρι της με κοίταζε με τους δύο μεγάλους μαύρους μαγνήτες, που ήταν τα μάτια της. Τεντώθηκα, γύρισα λίγο προς το μέρος της και την χάιδεψα στο πρόσωπο. Εκείνη έκλεισε τα μάτια της και χαμογέλασε ικανοποιημένη. Το ύφος της, εκείνη τη στιγμή, μου θύμισε έντονα καλομαθημένη, χαδιάρα γατούλα. Το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας ήταν ανοιχτό και το αεράκι που φυσούσε έφερνε μέσα στο δωμάτιο τους ήχους από ένα γνωστό, και μη εξαιρετέο, τραγούδι, που κάποιο γραμμόφωνο έπαιζε, κάπου: «Μες στης Πόλης τα στενά…»
157. Γράμμα σ’ έναν ποιητή
Σύνθεση: Δημήτρης Ζερβουδάκης
Ερμηνεία: Δημήτρης Ζερβουδάκης
Στίχος: Νίκος Καββαδίας
Άλμπουμ: Ακροβάτης
1989
Έχοντας τα χέρια μου ακουμπισμένα στην κουπαστή, κοίταζα τα φώτα του Σάντο Ντομίνγκο, που όλο μίκραιναν, καθώς το «Κάπτεν Ζίροου» απομακρυνόταν από το μεγάλο λιμάνι της Ισπανιόλας. Πίσω μου, ο Ρεντ Σκόλτζερ ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα στο κατάστρωμα και κρατούσε ένα μπουκάλι ρούμι, από το οποίο κάθε τόσο έπινε και λίγο. Ο Μπέρνι είχε όρεξη για παιχνίδια, κούναγε αδιάκοπα την ουρά του και τον έγλειφε στο πρόσωπο, αλλά ο Ρεντ τον αγνοούσε εντελώς. Δεν είχαν περάσει παρά λίγες ώρες από τη στιγμή που ανακοίνωνα στον Ρεντ, στην θρυλική ταβέρνα «Ελ Πόγιο ντελ Ντιάμπλο», την απόφαση μου να εγκαταλείψω την «ενεργό δράση», με το που θα πιάναμε στο Σαν Χουάν. Θα πήγαινα να ζήσω με τη Μαργκερίτα, την αρραβωνιαστικιά μου και κόρη του αντικυβερνήτη του Σαν Χουάν, σε μια έκταση γης που κατείχα, λίγο έξω από την πόλη, του είχα πει. Δεν αποπειράθηκα να του δικαιολογήσω την απόφαση μου ή κάτι τέτοιο, απλά του το ανακοίνωσα. Έκτοτε δεν είχαμε ανταλλάξει κουβέντα. Ορφανός από μητέρα και από πατέρα και με ένα μάτι λιγότερο (δεν έμαθα ποτέ πως το έχασε, είναι, ίσως, η μόνη ιστορία από τη ζωή του που δεν ήθελε να μου αφηγηθεί), ο Ρεντ Σκόλτζερ ήταν ο πιο σκληροτράχηλος ναυτικός που είχα γνωρίσει στη ζωή μου. Οι δυο μας ήμασταν κάτι παραπάνω από αδέλφια. Αυτά που είχαμε περάσει μαζί τα τελευταία 15 χρόνια στα νερά της Καραϊβικής θα γέμιζαν άνετα μια εγκυκλοπαίδεια. Μου είχε σώσει δύο φορές τη ζωή και του την είχα σώσει μία, αλλά είχαμε αποπειραθεί και να σφάξουμε ο ένας τον άλλο, πολλάκις. Πειρατεία, νόμιμο εμπόριο και λαθρεμπόριο, ναυμαχίες, ξιφομαχίες, καυγάδες, γυναίκες, μεθύσια, μαστουρώματα, πλιάτσικα, ό, τι μπορεί να φανταστεί κανείς, το είχαμε κάνει μαζί. Και, τώρα, η κοινή μας πορεία, έτσι απλά, θα τελείωνε. Τον καταλάβαινα, φυσικά, αλλά, αλήθεια… τι περίμενε; Τα σημάδια στον ορίζοντα υπήρχαν, δεν μπορεί να μην τα είχε δει, απλά επέλεγε να τα αγνοήσει… Κάποια στιγμή, τον ένιωσα να σηκώνεται. Άκουγα τα σανίδια του καταστρώματος να τρίζουν κάτω από τα βήματα του, καθώς με πλησίαζε. Ήρθε δίπλα μου, με χάιδεψε στο κεφάλι και μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Ξαφνιάστηκα και γύρισα να τον κοιτάξω. Εκείνος, με αργές και αποφασιστικές κινήσεις, ανέβηκε στην κουπαστή και, πριν προλάβω να αντιδράσω, βούτηξε στη θάλασσα. Ο Μπέρνι ήρθε γαβγίζοντας σαν τρελός και έβαλε τα δυο μπροστινά πόδια του στην κουπαστή κοιτάζοντας τον κύριο του που χανόταν στα αφρισμένα νερά και ανήμπορος να τον βοηθήσει. Κι εγώ, όμως, είχα πετρώσει κι ήμουν ανήμπορος να κάνω το οτιδήποτε. Ήξερα, ωστόσο, ότι, πέρα από το ότι δεν μπορούσα να τον σώσω, και εκείνος δεν θα το ήθελε. Είχε πάρει την απόφασή του και έπρεπε να την σεβαστώ. Ένα χέρι φάνηκε για λίγο, μέσα από το νερό. Ο Ρεντ μας αποχαιρετούσε. Γύρισα από την άλλη πλευρά, κάθισα με αργές κινήσεις κάτω, ύψωσα το κεφάλι μου προς τον ουρανό και άφησα τα δάκρυά μου να κυλήσουν στο πρόσωπό μου…
156. Στην Κ.
Σύνθεση: Παύλος Σιδηρόπουλος
Ερμηνεία: Παύλος Σιδηρόπουλος & Σπυριδούλα
Στίχος: Παύλος Σιδηρόπουλος
Άλμπουμ: Φλου
1978
Προφανώς, δεν ανακαλύπτω τον τροχό αν πω ότι η κύρια (ή, άντε, μια από τις κύριες) πηγή έμπνευσης ενός άντρα καλλιτέχνη είναι μια γυναίκα (και ανάποδα, φυσικά, αλλά μια και μιλάμε για άντρα στην προκειμένη περίπτωση…). Όμως, τα έργα τέχνης (εντός ή εκτός εισαγωγικών), στα οποία αποκρυσταλλώνεται η έμπνευση του καλλιτέχνη, είναι τόσα (σε ποσότητα) και τόσο διαφορετικά (σε ποιότητα), όσες και όσο διαφορετικές είναι, αντίστοιχα, οι μούσες-πηγές της αρχικής έμπνευσης. Και ας μην μιλήσουμε για την σημασία της ιδιοσυγκρασίας του κάθε καλλιτέχνη, καθώς και της ψυχολογικής φάσης της οποίας διέρχεται τη δεδομένη χρονική περίοδο της δημιουργίας. Με τα παραπάνω θέλω να επιχειρηματολογήσω ως προς το ότι πάντοτε θα βγαίνουν ενδιαφέροντα και ξεχωριστά τραγούδια για τον έρωτα και για την αγάπη, όσο τετριμμένο κι αν φαντάζει το συγκεκριμένο θέμα. Και η «Κ.» είναι ένα τραγούδι, το οποίο επιβεβαιώνει τα προλεχθέντα. Πρόκειται για ένα σπάνιο και ιδιαίτερο ερωτικό κομμάτι, με μερικές ευπρόσδεκτες πινελιές σουρεαλισμού, από αυτά που εν Ελλάδι δεν τα λες ότι μας περισσεύουν κιόλας…
155. Ψέματα
Σύνθεση: Νίκος Πορτοκάλογλου
Ερμηνεία: Φατμέ
Στίχος: Νίκος Πορτοκάλογλου
Άλμπουμ: Ψέματα
1983
Είναι τοις πάσι γνωστό (μου αρέσει τόσο πολύ να χρησιμοποιώ στα γραπτά μου φράσεις-κλισέ από τα εκθεσιολόγια των Πανελληνίων. Παρεμπιπτόντως, η αγαπημένη μου φράση, από αυτά τα εκτρωματικά βιβλία και βοηθήματα ήταν: «Στο λυκαυγές του 21ουαιώνα»! Ε; ε; ε; Μπρρρρ…), είναι τοις πάσι γνωστό, λοιπόν, ότι το πρώτο στάδιο από το οποίο περνάει ένας άνθρωπος μετά από ένα δύσκολο χωρισμό, είναι εκείνο του σοκ και της άρνησης. Enter «Ψέματα» και «Νίκος Πορτοκάλογλου». Πόσο καλύτερα, αμεσότερα και απλούστερα θα μπορούσε να περιγράψει / απεικονίσει / αποτυπώσει ένα τραγούδι τα συναισθήματα που γεννά η απόγνωση και η αδυναμία αποδοχής της νέας κατάστασης, η οποία ανακύπτει αμέσως μετά το επώδυνο αυτό γεγονός; Όχι πολύ, φίλοι μου…
154. Φοβάμαι
Σύνθεση: Γιάννης Ζουγανέλης
Ερμηνεία: Βασίλης Παπακωνσταντίνου
Στίχος: Αντώνης Πανταζής
Άλμπουμ: Φοβάμαι
1982
Από τη μία, έχω κάθε λόγο να φοβάμαι όλα αυτά που θα γίνουν για εμένα χωρίς εμένα. Από την άλλη, όμως, εφόσον δεν μπορώ να τα επηρεάσω, γιατί να χαλάω τη ζαχαρένια μου; Μήπως να επικεντρωθώ σε αυτά τα οποία εξαρτώνται από εμένα και τα άλλα να τα αφήσω να εξελιχθούν όπως είναι να εξελιχθούν αφού, ούτως ή άλλως, ακόμα κι αν προσπαθήσω να τα ελέγξω, θα είναι μάταιος κόπος; Πώς, όμως, μπορώ να είμαι σίγουρος για το τι πραγματικά εξαρτάται από εμένα και τι όχι; Φυσικά, δεν έχω απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα, τουλάχιστον όχι εύκολη και απλή. Πάντως, θα πω ότι κακό δεν είναι, καμιά φορά, να ξενοιάζεις, να αφήνεσαι, ακόμα και να παραδίνεσαι, στο τυχαίο, στο απρόβλεπτο και στο μη ελεγχόμενο. Άσε που, πολλές φορές, δεν έχεις κι επιλογή. There is no guidance when random rules, που έλεγαν και οι «Ασημένιοι Εβραίοι» (Silver Jews, συγκροτηματάρα των 90s). Και μια επισήμανση ακόμα για το «Φοβάμαι»: Πρόκειται, αναμφίβολα, για ένα τραγούδι της εποχής του, της εποχής που η τρομολαγνεία και τρομοϋστερία άρχισε να μεταδίδεται, σαν αρρώστια, στο σώμα της ανθρωπότητας. Και σήμερα, 30 περίπου χρόνια μετά, έχουμε φτάσει όπου έχουμε φτάσει. Και το «καλύτερο»; Απ’ ότι φαίνεται, έχουμε μπροστά μας, ακόμη, πεδίο δόξης λαμπρόν…
153. Ο δρόμος
Σύνθεση: Μάνος Λοΐζος
Ερμηνεία: Μάνος Λοΐζος
Στίχος: Κωστούλα Μητροπούλου
Άλμπουμ: Τα τραγούδια του δρόμου
1974
Πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, για το τραγούδι που αποπνέει τη μεγαλύτερη αθωότητα και που σε κάνει να αισθάνεσαι την αυθεντικότερη συγκίνηση, σε σχέση με όλα εκείνα τα άλλα τραγούδια που εκτελούσαμε (εν ψυχρώ, και από 2 μέτρα απόσταση), με τα παραδοσιακά φάλτσα και την αναπόφευκτη βαρεμάρα, σε εκείνες τις σχολικές γιορτές της επετείου της 17ης Νοέμβρη (όχι της οργάνωσης του Κουφοντίνα, της ημερομηνίας-σύμβολο της εξέγερσης των φοιτητών επί δικτατορίας). Όχι ότι δεν υπήρχαν και άλλα αξιόλογα άσματα (π.χ. το «Ακορντεόν», που είναι, επίσης, του Λοΐζου). Αλλά, η αλήθεια είναι ότι ο «Δρόμος» έχει ένα ξεχωριστό, έντονα ανθρωπιστικό, στοιχείο, το οποίο θεωρώ ότι τον κάνει να υπερέχει έναντι όλων των άλλων τραγουδιών της συνομοταξίας του και του επιτρέπει να ξεφεύγει από το συγκεκριμένο πλαίσιο στο οποίο συνήθως εντάσσεται (αντίσταση κατά της Χούντας-Πολυτεχνείο), και να αποκτά μια πιο οικουμενική και διαχρονική διάσταση.
152. Ανθρωπάκι
Σύνθεση: Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας
Ερμηνεία: Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας
Στίχος: Δημήτρης Βασαλάκης
Άλμπουμ: Φευγάτο ταξίδι
1993
Έχω μια μεγάλη αποκάλυψη να κάνω: Ο παλιότερος μου φίλος, τον οποίο έχω από τότε, σχεδόν, που θυμάμαι τον εαυτό μου, είναι ένα μικρό ανθρωπάκι. Είναι πάντα εκεί για μένα, να κουβεντιάσει μαζί μου, να παίξει μαζί μου, να μοιραστεί τις χαρές και τις λύπες μου. Είναι ο ψυχαναλυτής μου, κάθεται με υπομονή και με ακούει να του ανοίγω τα σώψυχα μου και να του αποκαλύπτω τα πάντα. Το εννοώ όταν λέω: «τα πάντα». Είναι πιστός σύντροφος. Δεν μιλάει πολύ (για την ακρίβεια δεν μιλάει καθόλου), αλλά δεν χρειάζεται, η παρουσία του μου αρκεί και είναι ένα βάλσαμο για εμένα. Έτσι, έστω κι αν το συγκεκριμένο τραγουδάκι δεν συνδέεται, παρά μόνο λίγο και έμμεσα, με το αγαπημένο μου ανθρωπάκι, εγώ δεν έχω άλλη επιλογή παρά να του το αφιερώσω.
151. Αυτόν τον κόσμο τον καλό
Σύνθεση: Σταύρος Ξαρχάκος
Ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης
Στίχος: Βασίλης Ανδρεόπουλος
Άλμπουμ: Διόνυσε καλοκαίρι μας
1972
Όταν ράβεις- ξηλώνεις απέξω,
Ράβεις-ξηλώνεις κι από μέσα…
Όλα στο Σύμπαν εσύ τα κινείς,
Διαστολή-συστολή, μεγέθυνση-σμίκρυνση, ζωή-θάνατος,
Δουλειά δεν θα σου λείψει ποτέ…
Εσύ είσαι το δώρο που ο κόσμος έκανε στον εαυτό του,
Σκίσε το περιτύλιγμα, μη φοβάσαι το περιεχόμενο,
Είσαι όντως εσύ….
Άλλοι έφυγαν, άλλοι είναι εδώ, άλλοι θα έρθουν,
Αλλά εσύ θα γυρίσεις στην εστία σου όταν ολοκληρώσεις το ταξίδι σου,
Τότε και μόνο τότε…